«Μα, γλυκεία μου Ελλάδα, όλους ανασταίνεις, όταν ξαναλές: Μολών Λαβέ»
Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Οι πρωταγωνιστές και οι συγκλονιστικές στιγμές ενός έθνους την 28η Οκτωβρίου 1940
«Είμαι 53 ετών και παρακαλώ μοι επιτραπή καταταγώ εθελοντής πρώτην γραμμήν πυρός εκδικηθώ θάνατον υιού μου», εκλιπαρούσε με τηλεγράφημά του τον Πρωθυπουργό της Ελλάδος ο αγρότης Νικόλαος Θωμόπουλος από την Απιδέα της Επιδαύρου. «Θλίβομαι όμως διότι ο Ηλίας μου δεν επέζησε δια να τιμωρήση ακόμη περισσότερους άτιμους επιδρομείς» συμπλήρωνε. Ο Κωνσταντίνος Γιαννικάκης από τον Αστρικό Κισσάμου ήταν το ίδιο ξεκάθαρος: «Υιός μου Εμμανουήλ δεκανεύς εφονεύθη ηρωϊκώς μαχόμενος. Μεγάλος ο πόνος μου, αλλά και μεγάλη η χαρά μου διότι οι δύο που μου απέμειναν, Γεώργιος και Περικλής μαχόμενοι εις Αλβανίαν θα τιμωρήσωσιν δόλιον εχθρόν εκδικούμενοι αίμα υιού μου και αδελφού των. Ζήτω η Ελλάς».
Ιωάννης Μεταξάς: «Λοιπόν, έχουμε πόλεμο»
Δεκάδες τηλεγραφήματα με παρόμοιο περιεχόμενο παραλάμβανε ο Ιωάννης Μεταξάς και φρόντιζε να τα διοχετεύει στον Τύπο για να εμψυχώνει τον Ελληνικό λαό. Λίγες ημέρες νωρίτερα, στις τρεις παρά δέκα το πρωί της 28ης Οκτωβρίου, στη διώροφη βίλα του –συμβολή Κεφαλληνίας και Δαγκλή- δεχόταν τον πρεσβευτή της Ιταλίας Εμμανουέλε Γκράτσι. Του επέδωσε τελεσίγραφο ζητώντας να καταλάβουν οι ένοπλες δυνάμεις της Ιταλίας ορισμένα στρατηγικά σημεία της Ελλάδος ως εγγύηση για την ουδετερότητα της τελευταίας και την ασφάλεια της πρώτης. «Alors c’ est la guerre» («Λοιπόν, έχουμε πόλεμο»), ήταν η στεγνή απάντηση του Ελληνα Πρωθυπουργού, η οποία στην καθομιλουμένη και με πηχυαίους τίτλους στον Τύπο αποδόθηκε με το περίφημο «ΟΧΙ». Ο ηλικιωμένος Πρωθυπουργός και το έθνος του προτίμησαν την υπέρτατη οδό της θυσίας παρά την ατίμωση, όπως έγραψε ο Άγγελος Τερζάκης.
Ο Ι. Μεταξάς ήταν προετοιμασμένος και εξαπέλυσε έναν πατριωτικό πόλεμο και επιτυχώς ο Σπ. Ασδραχάς έγραψε πως πρέπει να μείνουν ασχολίαστες οι ύστερες προλήψεις. Το «ΟΧΙ» το είπε ο Μεταξάς αλλά το έκανε πράξη ο ελληνικός λαός. Το έκανε πράξη ο Αθανάσιος Γαλανόπουλος, από το χωριό Μάλτα Διαβολιτσίου Μεσσηνίας, όταν έστελνε στον Ι. Μεταξά το εξής τηλεγράφημα: «Μόλις επληροφορήθην τον θάνατον του υιού μου Κωνσταντίνου Γαλανοπούλου υπηρετούντος εις την Μονάδα 113 Π.Ε., Τ.Τ. 161. Σπεύδω να εκφράσω τη χαρά μου διότι έπεσε υπέρ Πατρίδος εν τη εκτελέσει του καθήκοντός του. Λυπούμαι μόνον διότι εδολοφονήθη άνανδρα από βομβαρδισμόν εχθρικού αεροπλάνου όπερ έρριψε τας βόμβας του κατά χειρουργείου εις ό ευρίσκετο ο υιός μου. Παρηγορούμαι όμως διότι έχω και άλλον υιόν Λεωνίδαν 9ον Λόχον Εμπέδων Ναυπλίου Ιωαννίνων όστις θα πάρη το αίμα του πίσω αρκεί να να ειδοποιηθή περί της δολοφονίας του αδελφού του, δι’ ό υποβάλλω ευσεβάστως την παράκλησιν Ζήτω το Έθνος».
Πατριωτική σύμπνοια
Και αν τα σημαντικότερα γεγονότα της 28ης Οκτωβρίου 1940 είναι γνωστά, παραμένουν άγνωστοι οι πρωταγωνιστές, οι οποίοι απ’ άκρου εις άκρο σε όλη τη χώρα κίνησαν τους μηχανισμούς που είχαν με περισσή επιμέλεια ετοιμαστεί σε καιρό ειρήνης. Εκτέλεσαν τις οδηγίες αφενός για την ενημέρωση του κοινού και αφετέρου για την κίνηση της διοικητικής μηχανής. Τεράστιο εγχείρημα, αφού έπρεπε χιλιάδες Έλληνες να μετακινηθούν και να παρουσιαστούν, να λειτουργήσουν οι απαραίτητες υπηρεσίες, να αποφευχθεί ο πανικός και να προετοιμαστεί το σύστημα για όσα επρόκειτο να ακολουθήσουν.
Και μάλιστα το παράδοξο που δημιουργείται είναι ακριβώς σε αυτό το σημείο: Σε ένα πόλεμο που κανένας δεν επιθυμούσε, όλοι έσπευσαν με εκπληκτική προθυμία να μετάσχουν, χωρίς ενδοιασμούς. Η Ελλάδα ακολούθησε τη μοίρα της. Στηρίχθηκε στις δικές της δυνάμεις, στους Έλληνες, οι οποίοι ίσως –όπως γράφτηκε– βρήκαν την ευκαιρία να τελέσουν πράξεις εξιλέωσης. Να αποδείξουν ότι ήταν πιο άξιοι απ’ όσα είχαν προηγηθεί. Οι διαμάχες βενιζελικών-φιλοβασιλικών. Μικρασιατική Καταστροφή, τυφεκισμός των έξι, κύκλοι εκδίκησης και αντεκδίκησης. Η 28η Οκτωβρίου 1940 λειτούργησε ως «κολυμβήθρα του Σιλωάμ». Λαός και πολιτική ηγεσία ρίχτηκαν στον αγώνα. Από κοντά ο πνευματικόςκόσμος που υπέγραψε μνημειώδες κείμενο με τίτλο «Για ένα καινούργιο πνευματικό Μαραθώνα». Ένας εξ αυτών, ο Άγγελος Σικελιανός ανέλαβε να θεοποιήσει την ημέρα: «Ελέγαμε: ένα Μαραθώνα ακόμα! Ελέγαμε: μια Σαλαμίνα ακόμα! Ελέγαμε: ακόμα ένα Εικοσιένα! Και ήρτες τέλος Σύ, Μητέρα-Μέρα, οπού αγκάλιασες κι ανύψωσες ολόκληρα τα περασμένα στον ανώτατο λυτρωτικό σκοπό τους, στον υπέρτατό τους ηθικόν Ιστορικόν Ρυθμό»!
Οι «άγνωστοι» πρωταγωνιστές
Ο Ιωάννης Μεταξάς επικοινώνησε τηλεφωνικά και ενημέρωσε τον βασιλιά, τον Αρχηγό του Γενικού Επιτελείου Στρατού αντιστράτηγο Παπάγο και τον Αρχηγό του Ναυτικού Επιτελείου ναύαρχο Σακελλαρίου. Επίσης, τηλεφώνησε και κάλεσε στο σπίτι του τον Άγγλο Πρέσβη Πάλλερετ. Περιμένοντας φρόντισε να ενεργοποιήσει τους μηχανισμούς. Επιτελικό ρόλο είχε αναλάβει ο Υπουργός Διοικήσεως Πρωτευούσης Κώστας Κοτζιάς, ο οποίος αφού ενημερώθηκε μετέβη στα Παλαιά Ανάκτορα –σήμερα Βουλή των Ελλήνων– καλώντας το σύνολο των εντεταλμένων υπηρεσιακών παραγόντων.
Μια καλοστημένη διοικητική μηχανή ξεκινούσε το έργο της. Στις Νομαρχίες, στις πρωτεύουσες των Νομών, στα Στρατολογικά Γραφεία και στα Αστυνομικά Τμήματα. Στα Παλαιά Ανάκτορα εγκαταστάθηκαν ο Δήμαρχος Αθηναίων Αμβρόσιος Πλυτάς –συνεργάτης του Κοτζιά– και οι τρεις πρώτοι της τάξει διευθυντές της Διοικήσεως Πρωτευούσης. Ήταν ο θεσμικός παράγοντας που πρωταγωνίστησε στις εξελίξεις. Γι’ αυτό μία από τις πρώτες πράξεις των κατακτητών, όταν πάτησαν το πόδι τους στην ελληνική πρωτεύουσα, ήταν η κατάργηση της Διοικήσεως Πρωτευούσης.
Και ενώ στο κτίριο του Υπουργείου Εξωτερικών και στα υπόγεια της Μεγάλης Βρετανίας πολιτειακοί και πολιτικοί παράγοντες αποδίδονται σε έναν άνευ προηγουμένου διοικητικό μαραθώνιο, έχει πλέον φθάσει η 7η πρωινή της Δευτέρας, 28 Οκτωβρίου 1940. Εντεταλμένοι υπάλληλοι της Διοικήσεως Πρωτευούσης συνοδευόμενοι από αστυφύλακες χτυπούσαν δαιμονισμένα τις σειρήνες. Ειδοποιούσαν τους Αθηναίους και τις Αθηναίες για τα συμβάντα. Ο κόσμος βρέθηκε στους δρόμους, όπου έμαθε στόμα με στόμα ή μέσω των εφημερίδων τι προηγήθηκε τη νύχτα. Ήταν δε εντυπωσιακή η ψυχραιμία και ο ενθουσιασμός με τον οποίο υποδέχθηκαν τα νέα. Και όπως έγραφε η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ της Τρίτης 29 Οκτωβρίου περιγράφοντας την προηγούμενη μέρα: «Συγκινητική ήτο η περίπτωσις ενός πατέρα, ο οποίος ωδήγει το αυτοκίνητόν του με τους δύο υιούς του, φέροντας την στολήν του εφέδρου αξιωματικού, εις τους στρατώνας, διά να θέση και τέκνα και αυτοκίνητο εις την διάθεσιν της πατρίδος».
Οι μαρτυρίες πανομοιότυπες σε όλη την Ελλάδα. «Εφτασε στ’ αυτιά μας ένα βουητό και μερικές ακαθόριστες φωνές, μα κανείς δεν έδωσε σημασία, γιατί υποθέσαμε ότι μαθαίνανε πολεμικά εμβατήρια οι κληρωτοί της κλάσεως 1940, που είχαν στρατευθεί πριν λίγες μέρες στην Κρήτη», έγραψε στο ημερολόγιο του στις 28 Οκτωβρίου 1940 ο στρατιώτης Δημήτρης Μιχελίδης. Και συνεχίζει: «Σχεδόν ταυτόχρονα, πρόβαλαν και κατηφόριζαν στο δρόμο μερικά αυτοκίνητα γεμάτα επιβάτες που έμοιαζαν σαν εύθυμοι πανηγυριώτες, κι όπως φτάσανε κοντά μας, φώναξαν όλοι μαζί «Ζήτω ο Στρατός. Ζήτω ο Πόλεμος. Κάτω η φασιστική Ιταλία». Η αποφασιστικότητα που υπέδειξαν οι στρατεύσιμοι εκφράστηκε με ένα και μόνο χαμόγελο την ημέρα εκείνη, το οποίο αποτυπώθηκε σε πλήθος φωτογραφιών. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι προθεσμίες και το σχέδιο της επιστράτευσης να λειτουργήσει άψογα, χωρίς την παραμικρή καθυστέρηση. Φαινόμενα ανυπότακτων υπήρξαν οι ελάχιστα, ενώ οι έφεδροι έσπευσαν στις μονάδες τους. Έχουν δε διασωθεί αρκετά ημερολόγια φαντάρων που στάλθηκαν στο αλβανικό μέτωπο, που αναδεικνύουν το υψηλό φρόνημα των Ελλήνων στρατιωτών.
Χαρακτηριστική είναι η διασωθείσα αφήγηση ενός νέου, του Δικαίου Βαγιακάκου: «Εκείνο το πρωινό (της 28ης Οκτωβρίου), υπό την εθνικήν έξαρσιν που επικρατούσε, μου ήλθαν εις τον νουν όσα γράφει ο Ηρόδοτος εις την αρχήν της Ιστορίας του: “Ηροδότου Αλικαρνησσέος ιστορίης απόδεξις ήδε ώς μήτε τα γενόμενα έξ ανθρώπων τω χρόνω εξίτηλα γένηται μήτε έργα μεγάλα τε και θωμαστά τά μέν ΄Ελλησι τά δε βαρβάροισι αποδεχθέντα άκλεα γένηται τα τε άλλα και δι’ ην αιτίην επολέμησαν αλλήλοισι”. Με αυτήν τη σκέψη αποφάσισα να καταγράφω κάθε ημέραν την στρατιωτικήν μου ζωήν και τα πολεμικά γεγονότα ώστε αν θα είχα την καλή τύχη να επιζήσω του πολέμου, να έχω ένα μνημόνιο να αναπλάθω την ιστορίαν».
Συσκότιση – συνωστισμός
νερό και τηλέφωνο
Πέρα από τα μέτρα επιστράτευσης, τα οποία βεβαίως μονοπώλησαν σχεδόν τα οκτάστηλα των εφημερίδων, μια σειρά μέτρων συμπλήρωναν τις πρωτοβουλίες του κράτους. Ένα από αυτά ήταν το μέτρο της συσκότισης που εφαρμόστηκε από την πρώτη μέρα του πολέμου, χωρίς επιτυχία. Το γεγονός αυτό ανάγκασε τον Κ. Κοτζιά, να εκδώσει ανακοίνωση επισημαίνοντας ότι «μερικοί των κατοίκων δεν υπήκουσαν εις την χθεσινήν απόφασιν περί σβέσεως των φώτων και καλύψεως των παραθύρων των είτε διά χάρτου σκοτεινού χρώματος ―κυανού ή μαύρου― ή διά κουβερτών ή και διά παραπετασμάτων σκοτεινού χρώματος, καλώς εφαρμοζομένων επί των παραθύρων». Δεν ήταν όμως μόνον οι κάτοικοι που δεν είχαν υπακούσει στη διαταγή. Το ίδιο έκαναν και τα διάφορα καταστήματα, όπως ζαχαροπλαστεία, καφενεία, εστιατόρια, ταβέρνες κ.ά.
Την ανησυχία για τα ζητήματα διατροφής, ιδιαίτερα τον φόβο που επικράτησε για τον κίνδυνο έλλειψης ψωμιού, προσπαθούσε να διασκεδάσει ανακοίνωση της Αστυνομίας που εκδόθηκε ανήμερα της κήρυξης του πολέμου, δηλαδή στις 28 Οκτωβρίου 1940. Το κείμενο που δημοσιεύτηκε στις εφημερίδες ανέφερε: «Η διεύθυνσις της αστυνομίας ανεκοίνωσεν ότι διετάχθησαν τα αρτοποιεία να παρασκευάσουν διπλασίαν ποσότητα άρτου. Συνεπώς, ουδείς λόγος υπάρχει να ανησυχή το κοινόν και να συνωθήται προ των αρτοποιείων».
Ένα χρόνο αργότερα όμως στις αρχές φθινοπώρου του 1941 όταν τα εισοδήματα, οι μισθοί και οι συντάξεις είχαν σχεδόν εκμηδενισθεί, όχι μόνο τα αρτοποιεία αλλά ούτε και τα λαϊκά συσσίτια, που είχαν εντωμεταξύ ιδρυθεί, το καλοκαίρι διέκοπταν τη λειτουργία τους γιατί δεν διέθεταν τα μέσα και δεν έβρισκαν τρόφιμα.
Η Εταιρεία Υδάτων ενημέρωνε τον πληθυσμό να εξασφαλίσει μικρές ποσότητες νερού για τις επείγουσες ανάγκες του, διότι σε περίπτωση αιφνίδιας επίθεσης κατά των Αθηνών και του Πειραιά ίσως να σημειώνονταν ζημιές σε σωλήνες του νερού. Έδινε οδηγίες για τον τρόπο αποθήκευσης του νερού, ενώ εκτενέστερες οδηγίες προσπαθούσαν να αποτρέψουν φαινόμενα νευρικότητας και μαζικής υστερίας του πληθυσμού. Ανέφερε η ανακοίνωση ότι «εντός ολίγων ωρών θα δύνανται όλοι διαδοχικώς να λάβουν διά του αγωγού το αναγκαίον δια την πλήρωσιν των δοχείων ύδωρ». Ακολούθησε η Ελληνική Τηλεφωνική Εταιρεία, η οποία απηύθυνε έκκληση σε όσους είχαν τηλέφωνο «να μην τηλεφωνούν άνευ απολύτου ανάγκης, διότι ούτω δυσχεραίνεται επικινδύνως η επικοινωνία των δημοσίων υπηρεσιών».
«Γλυκειά μου Ελλάδα»
Και ενώ αυτά συμβαίνουν στις πόλεις, στα μετόπισθεν, στα βουνά της Ηπείρου οι Ιταλοί επιχειρούσαν να εισβάλουν στα Ελληνικά εδάφη με επτά φάλαγγες, ενώ τα αεροπλάνα τους ξεκινούσαν τους βομβαρδισμούς. Όλα τελείωσαν στις οκτώ το πρωί της 27ης Απριλίου 1941, όταν η προφυλακή του γερμανικού στρατού πάτησε το τιμημένο χώμα της ελληνικής πρωτεύουσας. Το τελευταίο μήνυμα στον Τύπο ζητούσε από τους Έλληνες να κρατηθούν σφιχτά ο ένας με τον άλλον «υπερήφανοι και αξιοπρεπείς». Οι επόμενοι σαράντα δύο μήνες, μέχρι τον Οκτώβριο 1944, χάραξαν τη ψυχή και το σώμα ενός ολόκληρου έθνους. Όσοι επέζησαν δεν ξέχασαν ποτέ…
Και ο Γ. Αθάνας έγραφε:
«Μα, γλυκειά μου Ελλάδα, δεν πεθαίνεις,
Όπως δεν επέθανες ποτέ!
Ζης αιώνια κι’ όλους ανασταίνεις,
Όταν ξαναλές: «Μολών λαβέ!»