Ένας Γερμανός καταχραστής στην Αθήνα του 1895
του Ελευθερίου Γ. Σκιαδά.
Ο βαρόνος (που κρύφτηκε στην Αθήνα)
προκάλεσε γενικό ξεσηκωμό κατά της κυβέρνησης Δηλιγιάννη,
η οποία υπέκυψε στους ταπεινωτικούς (για την εθνική κυριαρχία της
χώρας) εκβιασμούς του αυτοκράτορα Γουλιέλμου
Ένας παραχαράκτης και καταχραστής Γερμανός βαρόνος, ο Γουλιέλμος Χαμερστάιν (Wilhelm Joachim Baron von Hammerstein 1838-1904), ερχόταν να διακόψει το δημιουργικό πυρετό που ζούσαν οι Έλληνες στα τέλη του 1895, όταν ετοιμάζονταν για τους πρώτους Ολυμπιακούς Αγώνες. Αναστάτωσε την Ελλάδα και τη Γερμανία, έγινε το πρώτο θέμα συζήτησης σε Βερολίνο και Αθήνα, προκάλεσε διπλωματικό επεισόδιο και ανάγκασε το σύνολο των Αρχών να ασχοληθούν με το πρόσωπό του. Οργισμένος ο αυτοκράτορας Γουλιέλμος, ανάστατα τα υπουργεία Εξωτερικών της Γερμανίας και της Ελλάδος, ενώ το σύνολο των ανδρών της Αστυνομίας, συνεπικουρούμενο από αξιωματικούς του Στρατού, χτένιζε ένα ένα τα κτίρια των Αθηνών!
Ο 57χρονος βαρόνος Χαμερστάιν, απόγονος αρχαίου οίκου ευγενείας της Πρωσίας, είχε ατυχήσει στις τραπεζικές και χρηματιστηριακές επιχειρήσεις του. Η ηχηρότατη «κανονιά» που έριξε συνοδεύτηκε από μεγάλη και δόλια χρεοκοπία, η οποία συντάραξε την οικονομική ζωή της Γερμανίας, την οποία εγκατέλειψε παίρνοντας μαζί του και το τεράστιο ποσόν του ενός εκατομμυρίου χρυσών μάρκων. Ο εν λόγω βαρόνος είχε δυναμική παρουσία στην πολιτική ζωή της Γερμανίας, αφού υπήρξε ένας από τους ηγέτες του συντηρητικού κόμματος και πρωτοπόρος του αντισημιτισμού. Επίσης ήταν επί δεκατέσσερα χρόνια διευθυντής της «Εφημερίδος του Σταυρού» που εκπροσωπούσε τα συμφέροντα των γαιοκτημόνων. Εκμεταλλευόμενος μάλιστα τις ιδιότητές του είχε φροντίσει να αποσπάσει μεγάλα ποσά από οπαδούς του κόμματός του και προμηθευτές της εφημερίδας του.
Οι μεγαλύτερες ευρωπαϊκές εφημερίδες ασχολήθηκαν με το σκάνδαλο, ενώ τα καλύτερα λαγωνικά της γερμανικής αστυνομίας ξαμολήθηκαν για να τον εντοπίσουν έχοντας προσωπικές εντολές του αυτοκράτορα. Ο Γουλιέλμος είχε κάθε λόγο να είναι έξω φρενών, αφενός, λόγω των τίτλων ευγενείας του βαρόνου και, αφετέρου, λόγω του θορύβου που είχε ξεσηκωθεί από τον γερμανικό Τύπο, ο οποίος ξιφουλκούσε εναντίον του συνόλου των ευγενών της χώρας. Μεταξύ άλλων κατηγορούσαν το υπουργείο Δικαιοσύνης ότι σκόπιμα τον άφησε να διαφύγει και δεν επέδειξε ανάλογο με το μέγεθος της υπόθεσης ενδιαφέρον. Άνδρες της γερμανικής αστυνομίας απλώθηκαν σε όλους τους πιθανούς προορισμούς του βαρόνου. Είχαν πληροφορίες ότι θα προσπαθούσε να χαθεί σε κάποια από τις πρωτεύουσες της Ανατολής, οπότε άρχισαν τις έρευνές τους από την Κωνσταντινούπολη και την Αθήνα ως την Αλεξάνδρεια και το Κάιρο.
Τελικά ανακάλυψαν ότι όλες οι πληροφορίες και οι δρόμοι οδηγούσαν στην Αθήνα. Χωρίς να ενημερώσουν κανέναν επισήμως, οι Γερμανοί πράκτορες ανακάλυψαν τον βαρόνο να απολαμβάνει τις χαρές της ελληνική πρωτεύουσας. Έμενε σε ένα από τα δωμάτια του Ξενοδοχείου «Αθήναι» – κατ’ άλλους ξενοδοχείο «Στάδιον»- της οδού Σταδίου χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο «Δόκτωρ Γουλιέλμος Έρβερτ» και εμφανιζόμενος ως συγγραφέας και ανταποκριτής γερμανικών εφημερίδων. Η ελληνική κυβέρνηση και ακόμη περισσότερο η ελληνική αστυνομία δεν γνώριζαν τίποτε για το θέμα, αφού οι πράξεις του Χαμερστάιν δεν παρουσίαζαν ενδιαφέρον για τη χώρα μας. Αλλά ξαφνικά η ξένη αυτή υπόθεση πήρε το χαρακτήρα ελληνικού πολιτικού σκανδάλου. Ο πρεσβευτής της Γερμανίας στην Αθήνα κάλεσε στην κατοικία του τον υπουργό Εξωτερικών Αλέξανδρο Σκουζέ, υποχρεώνοντάς τον μάλιστα να εγκαταλείψει στη μέση το χορό στον οποίο βρισκόταν. Απαίτησε δε την άμεση σύλληψη του Χαμερστάιν στο όνομα της αυτού μεγαλειότητος του αυτοκράτορα και την παράδοσή του στους άνδρες της γερμανικής μυστικής αστυνομίας.
Αμέσως ενημερώθηκε ο πρωθυπουργός Θεόδωρος Δηλιγιάννης, ο οποίος βρέθηκε μπροστά σε τεράστιο δίλημμα. Η απαίτηση του ισχυρού κράτους δεν στηριζόταν στις προβλέψεις του Διεθνούς Δικαίου, διότι μεταξύ Γερμανίας και Ελλάδος δεν υπήρχε σύμβαση αμοιβαίας έκδοσης εγκληματιών ή κάποια συμφωνία στην οποία να μπορούσε να στηριχτεί η έκδοση του Χάμερστάιν. Ο πρωθυπουργός προσπάθησε να αρνηθεί ευγενικά γνωρίζοντας ότι θα ξεσπούσε πολιτική κρίση.
Αλλά οι πιέσεις που δέχτηκε στην αρχή η ελληνική κυβέρνηση μετατράπηκαν αργότερα σε απειλές, ακόμη και για την εθνική κυριαρχία της χώρας μας! Ο Γερμανός πρέσβης ανακοίνωσε στον Δηλιγιάννη ότι προέβαιναν οι ίδιοι στη σύλληψη του Χαμερστάιν εντός των Αθηνών, οπότε θα αναγκαζόταν η κυβέρνηση να υποκύψει.
Ο Θ. Δηλιγιάννης έδωσε τις σχετικές εντολές στον Αλ. Σκουζέ και τον αρχηγό της Αστυνομίας. Την επομένη ο αστυνόμος της συνοικίας Νεαπόλεως, ο υπολοχαγός του Πεζικού Αριστείδης Τσακίρης, έχοντας μαζί τους μια κουστωδία χωροφυλάκων, συνέλαβαν τον Χαμερστάιν στο κρεβάτι του ξενοδοχείου.
Ο βαρόνος δεν έφερε αντίσταση αλλά και οι Έλληνες ήταν προσεκτικοί και προσπάθησαν να διασκεδάσουν τις εντυπώσεις. Τον χαρακτήρισαν «επικίνδυνο διά την δημόσιαν τάξιν», αλλά δεν τον εξέδωσαν αμέσως. Τον μετέφεραν στον Πειραιά και τον επιβίβασαν σε ένα αυστριακό ατμόπλοιο με προορισμό το Πρίντεζι. Ο Χαμερστάιν βρισκόταν πλέον –σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο– επί αυστριακού εδάφους, οπότε συνελήφθη αμέσως από τους Γερμανούς αστυνομικούς.
Όσα ακολούθησαν δεν είναι δυνατόν να περιγραφούν. Ο ελληνικός λαός μόλις έμαθε τα συμβάντα από τις εφημερίδες θεώρησε την πράξη της κυβέρνησής του ταπεινωτική για την εθνική αξιοπρέπεια. Οι πανεπιστημιακοί καθηγητές γνωμοδοτούσαν για τις κυβερνητικές ενέργειες και ο Τύπος περίμενε ότι οι βουλευτές θα απέσυραν την εμπιστοσύνη τους και θα έριχναν την κυβέρνηση. Σχεδόν το σύνολο των εφημερίδων κατηγόρησε την κυβέρνηση «δι’ ευτέλειαν», «γκιαουρισμό» και «αναξιοπρέπεια». «Υπήρξε πράξις άνανδρος και δουλόφρων», έγραψε ο Θέμος Αννινος στην εφημερίδα «Το Άστυ» αποδίδοντας στον υπουργό Εξωτερικών το παρατσούκλι «Φον δερ Σκουζές»! Ο σατιρικός Τύπος ξιφουλκούσε κάνοντας λόγο για αντισυνταγματικές ενέργειες και υποστηρίζοντας πως στην Ελλάδα είναι ελεύθερος «άμα πατήση το έδαφος αυτής ως και αυτός ο πουλημένος δούλος». Τα δίστιχα έδιναν και έπαιρναν: «Το Σύνταγμα είναι μάνδρα που την φυλάγουν όλοι / και την καταπατούνε οι κύριοι μαργιόλοι»! Τον Απρίλιο 1896 ο Χάμερστάιν καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης τριών ετών. Αποφυλακίστηκε το 1899 και απεβίωσε το Μάρτιο 1904 στο Charlottenburg σε ηλικία 66 ετών.