Η γερμανική εισβολή στην ανοχύρωτη Αθήνα τον Απρίλιο του ’41
Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Ήταν ημέρα Κυριακή, η 27η Απριλίου 1941. Σε ένα καφενείο, όπως τους άξιζε, περίμεναν τους εισβολείς οι τέσσερις άνδρες που ανέλαβαν το θλιβερό καθήκον της παράδοσης της πόλεως των Αθηνών. Ήταν ο φρούραρχος Αθηνών, υποστράτηγος Χρ. Καβράκος, ο Νομάρχης Αττικοβοιωτίας Κ. Πεζόπουλος και οι δήμαρχοι Αθηναίων και Πειραιώς Αμβρόσιος Πλυτάς και Μιχ. Μανούσκος. Στην Επιτροπή προβλεπόταν ως πρόεδρος ο Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος, ο οποίος αρνήθηκε όμως να παραστεί μη αντέχοντας να συναντήσει τους εισβολείς. Το καφενείο ονομαζόταν «ΛΟΥΞ» -άλλοι έγραψαν «ΠΑΡΘΕΝΩΝ»-, ανήκε στον κτηματία Ανδρέα Γλεντζάκη και βρισκόταν στη διασταύρωση των λεωφόρων Αλεξάνδρας και Κηφισίας, απέναντι από την τότε έπαυλη Θων.
Οι Έλληνες αξιωματούχοι δήλωσαν πως η Αθήνα ήταν μια ανοχύρωτη πόλη που δεν είχε την πρόθεση να προβάλει αντίσταση. Ο Γερμανός αντισυνταγματάρχης Φον Σέιμπεν όρισε ουσιαστικά πολιτικούς διοικητές των Αθηνών και του Πειραιώς τους δύο δημάρχους, ενώ κατέστησε αιχμάλωτο πολέμου και υπεύθυνο για τυχόν εχθρικές πράξεις τον υποστράτηγο Καβράκο. Παρόντες στη συνάντηση ήταν ο πρεσβευτής της Γερμανίας πρίγκιπας Έρμπαχ και ο γραφικός Γερμανός στρατιωτικός ακόλουθος στην Αθήνα Κλεμ φον Χόχενμπεργκ, ο οποίος μέχρι τότε βρισκόταν σε
κατ’ οίκον περιορισμό. Η συνέχεια του δράματος δόθηκε στο Δημαρχιακό Μέγαρο των Αθηνών, ενώ μηχανοκίνητες φάλαγγες καταλάμβαναν στρατηγικά σημεία της αττικής γης.
Ως γνωστόν, ο Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος αρνήθηκε να ορκίσει την Κατοχική Κυβέρνηση Γεωργίου Τσολάκογλου λέγοντας πως «δεν μπορώ να ορκίσω Κυβέρνηση προβληθείσα από τον εχθρό. Εμείς γνωρίζουμε ότι τις Κυβερνήσεις
τις ορίζει ο λαός ή ο Βασιλεύς»! Κατόπιν τούτου ακολούθησε η πλέον τιμητική καθαίρεση Ιεράρχη στη σύγχρονη Ελληνική ιστορία. Ο Αρχιεπίσκοπος καθαιρέθηκε με Συντακτική Πράξη της Κατοχικής Κυβέρνησης στις 2 Ιουνίου 1941 και ο ελληνικός λαός βυθίστηκε στο μαύρο σκοτάδι της Κατοχής.