Η γυναικεία «γυμνοκνημία» αναστατώνει την ελληνική κοινωνία
Απέραντες ήταν οι συζητήσεις στον Τύπο στις αρχές του 20ού αιώνα για τη «γυμνοκνημίαν», δηλαδή τις γυμνές κνήμες που εμφάνισαν ως θέαμα στην Ελλάδα δύο ξένες καλλιτέχνιδες. Δεκάδες χρονογραφήματα, γαργαλιστικές ειδήσεις, άλλοτε ευμενείς και άλλοτε αφοριστικές, εξήπταν τη φαντασία των Ελλήνων. Τον όρο «γυμνοκνημία», ως φαινόμενο της εποχής, εισήγαγε ο ταλαντούχος, δύστροπος και πολυγραφέστατος δημοσιογράφος Δημήτριος Χατζόπουλος, γνωστός θαυμαστής του συνόλου των γυναικείων υπάρξεων. Βλέποντας μάλιστα δύο Τσιγγάνες να επιδίδονται στο νέο θέαμα σημείωνε πως «αι τσιγκάνικες κνήμαι ποτέ δεν φαίνονται ορεκτικαί εις τα πλήθη και μαλλιαραί εξ άλλου κνήμαι δεν ενθουσιάζουν την αισθητικήν των θεατριζομένων»!
Πάντως, λίγο πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή, χρονογράφημα της εποχής σώζει την άποψη των λαϊκών ανθρώπων που θεωρούσαν περιττό να πάνε στο θέατρο για να δουν γυναικείο κάλλος: «Ωχ, αδελφέ, να πληρώνη κανείς εισιτήριον δια να βλέπη γυμνάς γάμπας; Εις την βρύσιν της γειτονιάς τις βλέπει τζάμπα»! Αυτά πιστοποιούσε σε πρωτοσέλιδο χρονογράφημά του ο «Αττικός», ο οποίος προτιμούσε να επισκέπτεται τα «άρτι αφιχθέντα θεάματα εις μεταμεσονύκτια καμπαρέ μεγάλων πόλεων τα οποία είχον προβή εις την καινοτομίαν της εμφανίσεως γυμνών χορευτριών επί σκηνής». Αλλά τα θεάματα αυτά διέκοψαν πάραυτα δυναμικές αστυνομικές επεμβάσεις.
Εκείνοι που ανησυχούσαν από το νέο φαινόμενο ήταν οι έμποροι των μεταξωτών καλτσών, οι οποίοι πάσχιζαν να πείσουν πως «η κάλτσα πρέπει να παραμείνη ο ακατάλυτος γυναικείος διάκοσμος». Οι σχετικές διαφημίσεις επισήμαιναν ότι «η κάλτσα συγκαλύπτει τα μειονεκτήματα και εξαίρει τα πλεονεκτήματα». Επικαλούνταν δε οι έμποροι καλτσών τη μαρτυρία των «κνημολόγων της δραματικής τέχνης, δια τους οποίους τα κάτω άκρα του γυναικείου σώματος αποτελούν την βάσιν πάσης θεατρικής επιτυχίας». Σύμφωνα με τον Δ. Χατζόπουλο, τη δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα, μεταξωτές κάλτσες φορούσαν πλέον «οι παραμάνες και αι καθυστερημέναι οψιπλουτίνες»!