Η ΖΩΗ ΤΟΥ
Η οικογενειακή ζωή του Π. Θεοδοσίου υπήρξε το ίδιο θυελλώδης με τις υπόλοιπες δραστηριότητές του. Τα ποσά που κέρδιζε, ιδιαίτερα από τις εργασίες του ως «κοσμηματογράφου ‒ επιγραφοποιού», ήταν εξαιρετικά σημαντικά για την εποχή του. Φρόντιζε, ωστόσο, να τα σπαταλά με φίλους και συνεργάτες σε ατέλειωτες διασκεδάσεις. Η αδυναμία του στο ωραίο φύλο όχι μόνο του κόστιζε οικονομικά, αλλά και τον οδηγούσε σε ακρότητες που σχολιάζονταν από την αθηναϊκή κοινωνία, κυρίως από τον μικρόκοσμο των γειτονιών. Οι έρωτές του γέννησαν μύθους, πολλές φορές υπερβολικούς, όπως ότι ερωτεύθηκε σφοδρά μια φιλενάδα του πατέρα του. Εν πάση περιπτώσει, ζούσε μποέμικα και ήταν «αμεριμναμέριμνος», όπως τον αποκαλούσε ο εκδότης της εφημερίδας «ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ», Βλάσης Γαβριηλίδης.
Αφανής συμπαραστάτης και συγκάτοικος στο σπίτι της Νεάπολης η μητέρα του, Ζωή Θεοδοσίου, πτυχιούχος μαία, που επιθυμούσε το παιδί της να ξεφύγει από τον κόσμο του Ψυρρή και να μεγαλώσει σε άλλες συνθήκες. Τότε, στα τέλη της δεκαετίας του 1870, η οδός Προαστείου (σήμερα Εμμανουήλ Μπενάκη) ήταν μία από τις «ανερχόμενες» οδούς της πρωτεύουσας. Ακολουθώντας τις παραινέσεις των φίλων της, του σιδηροπώλη Γιώργου Σγούρδα που διατηρούσε τότε κατάστημα απέναντι από τη Χρυσοσπηλιώτισσα και του Θανάση Πανούση, η Ζωή Θεοδοσίου αγόρασε το 1878 οικόπεδο, στη συμβολή των οδών Προαστείου και Ζαλόγγου, όπου ανεγέρθηκε ένα παραδοσιακό διώροφο 350 τετραγωνικών μέτρων. Στο ισόγειο δημιουργήθηκαν καταστήματα, προκειμένου να εξασφαλίσουν πρόσθετο εισόδημα. Έτσι, ο Παναγιώτης μοίραζε την καθημερινότητά του ανάμεσα στη Νεάπολη των φοιτητών και στου Ψυρρή των βλάμηδων, στα στέκια των «μπουλουκιών» και τα θεατράκια των Αθηνών.
Ο πατέρας του, Νικόλαος Θεοδοσίου, ήταν γεννημένος στην περιοχή του Ψυρρή, ήταν από τους συμπαθέστερους τύπους των Αθηνών και είχε κληρονομήσει το πανδοχείο του πατέρα του, Παναγιώτη. Ο Νικόλαος Θεοδοσίου υπήρξε από τους γνωστότερους μυστακοφόρους και φουστανελοφόρους των Αθηνών, με ιδιαίτερη αγάπη στη ρετσίνα. Φαίνεται, επίσης, πως ήταν σαφώς κομματικοποιημένος.
Πρώτος γάμος και χωρισμός
Σε πρώτο γάμο παντρεύτηκε την ηθοποιό Ζωή Σπανουδάκη, με την οποία προφανώς συνεργαζόταν στις παραστάσεις του. Η Ζωή Σπανουδάκη, η οποία από τους νεότερους ιστορικούς καταγράφεται ως Ζωή Δρακάκη, λόγω του δεύτερου γάμου της, είχε σημαντική καριέρα για την εποχή εκείνη.
Από τον γάμο αυτόν με τη Ζωή Σπανουδάκη γεννήθηκαν δύο κορίτσια, στα οποία ο Θεοδοσίου έδωσε τα ονόματα της μητέρας και της γιαγιάς του, Ζωή και Σοφία αντίστοιχα. Φαίνεται όμως ότι ο γάμος, ο οποίος έγινε υπό τις καλύτερες συνθήκες, δεν κύλησε ομαλά. Ενώ η επαγγελματική τους συνεργασία υπήρξε αποδοτικότατη, εξ ου και η έντονη παρουσία του Θεοδοσίου στα θεατρικά δρώμενα των Αθηνών στα μέσα της δεκαετίας του 1880, δεν ίσχυσε το ίδιο για την προσωπική τους σχέση, γεγονός που φαίνεται πως οφειλόταν στην αδυναμία του Θεοδοσίου να τριγυρνά στα «καλλιτεχνικά στέκια» και να συναναστρέφεται με τις συνήθως ξένες «αοιδούς». Αυτός πρέπει να ήταν και ο λόγος που η Ζωή εγκατέλειψε την οικογένειά της για τα μάτια ενός άλλου ηθοποιού, του επιτυχημένου κωμικού Ιωάννη Δρακάκη. Πάντως, ο γάμος της Ζωής Σπανουδάκη με τον Ι. Δρακάκη έγινε μετά το 1898.
Ο Π. Θεοδοσίου ενοχλήθηκε ιδιαιτέρως από το γεγονός της εγκατάλειψής του. Κράτησε τις κόρες του, τις οποίες μεγάλωνε η μητέρα του Ζωή, και συνέχισε τις δραστηριότητές του. Ωστόσο, φαίνεται πως ακόμη και εκείνη την κρίσιμη κατάσταση την αντιμετώπισε με ψυχραιμία και σαρκασμό. Η εφημερίδα «ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ», πολλά χρόνια αργότερα, έγραφε πως «ο Θεοδοσίου είχε την ατυχία να απαχθή …η σύζυγός του, συναποκομίζουσα και τα κλειδιά του νοικοκυριού. Ο “ποιητής του κάρρου” δεν εσκέφθηκε να αυτοκτονήση. Απλούστατα την επομένην εδημοσίευσε εις τας εφημερίδας αγγελίαν: “Απωλέσθη η σύζυγός μου με ορμαθόν κλειδιών. Παρακαλείται ο ευρών να κρατήση την σύζυγον και να μου επιστρέψη τον ορμαθόν”»!
Ο δεύτερος γάμος
Δύο χρόνια νωρίτερα, το 1900, παντρεύτηκε μια πανέμορφη νησιώτισσα, την Αικατερίνη Ματθαίου. Ο δεύτερος γάμος του έγινε κάτω από περιπετειώδεις συνθήκες. Εκείνη την εποχή σχετιζόταν με γνωστή ηθοποιό της παντομίμας, την Κούλα Λαμπάκη, την οποία μάλιστα με αφέλεια είχε επανειλημμένα εκθέσει από τις στήλες του «Μικρού Ρωμηού». Ο θυελλώδης έρωτας που είχε τροφοδοτήσει πολλά σενάρια κατέληξε σε σφοδρό «μίσος» έπειτα από λίγα χρόνια. Οι συζητήσεις στις γειτονιές έδιναν και έπαιρναν, οπότε το 1906, σε μια προσπάθεια να απολογηθεί και να αποδείξει την… τιμιότητά του στη σύζυγό του, έγραψε στον «Μικρό Ρωμηό»: «Η τσιλιθροφτιασμένη ερίτιμος Κούλα είναι τεχνίτρια ανδρογενοχωρίστρα και παρ’ ολίγον να χωρίση ο κ. Θεοδοσίου μετά της κας Θεοδοσίου, τα δε Θεοδοσόπουλα θα έβοσκαν όπως τώρα βόσκει εις τας Αθήνας και η Κούλα», η οποία ίσως να τον είχε εγκαταλείψει διά παντός…
Απώλεια ανεπανόρθωτη
Ο Παναγιώτης Θεοδοσίου άφησε την τελευταία του πνοή στο σπίτι του, στην οδό Θεσσαλονίκης 5, στα Άνω Πετράλωνα, στις 24 Ιουλίου 1917, σε ηλικία 54 ετών.
Με πρωτοσέλιδό τους τον αποχαιρέτησαν οι εφημερίδες στο τελευταίο του ταξίδι.
Τιμολέων Σταθόπουλος «ΕΘΝΟΣ»:
«Προχθές έμαθα ότι απέθανε εις το Νοσοκομείον. Ο φτωχός ο Θεοδοσίου. Ήτο ένας τόσον θαυμάσιος αθηναϊκός τύπος. Καλλιτέχνης. Ζωγράφος, ποιητής, ηθοποιός, δημοσιογράφος, δημοτικώτατος εις όλες της γειτονιές. Εζωγράφιζε τας επιγραφάς των λαϊκών καταστημάτων. Ήτο ο περίφημος ποιητής των κωμωδιών του κάρρου, εις τας οποίας της Αποκρηές επρωτοστατούσε ο ίδιος. Και ήτο και ο εκδότης του “Μικρού Ρωμηού”. Από την εποχή που έχασε το σύντροφό του το Γρίβα και επέθανε και η Τρελλοκατερίνα, την οποία περιέφερε με το ποιητικόν κάρρο του, έμεινε μόνος ο ποιητής των στίχων του κάρρου. Και δεν μπορούσε να εννοηθή εις της γειτονιές και στης πλατείες Αποκρηά χωρίς το κινητόν εκείνο θέατρον του Θεοδοσίου.
Όλον τον άλλον χρόνον έφτειανε επιγραφάς και έγραφε τον “Μικρόν Ρωμηόν”. Και εις τας δύο εργασίας αυτάς συνεργάτας είχε τους ηθοποιούς του κάρρου. Αυτοί τον εβοηθούσαν εις το μπογιάτισμα των επιγραφών. Αυτοί του εμάζευαν, ως ρεπόρτερ, από της γειτονιές, τα διάφορα σκανδαλάκια των ερώτων των εργατικών κοριτσιών, διά της περιγραφής των οποίων ο “Μικρός Ρωμηός” ήτο περιζήτητος. Αυτοί κατόπιν ήσαν και οι φωνακλάδες πωληταί του “Μικρού Ρωμηού”.
Και μαζί μ’ αυτούς όλους το βράδυ, όταν εγύριζαν, είτε από παράστασιν του κάρρου είτε από πληρωμήν επιγραφής είτε από πώλησιν “Μικρού Ρωμηού”, ο Θεοδοσίου έτρωγε όλην σχεδόν την είσπραξιν στην ταβέρνα αδελφικώτατα. Διότι αγαπούσε πολύ το ρετσινάτο ο Θεοδοσίου.
Τον εσυναντούσα πολλάκις την νύχτα. Πάντοτε έβγαζε από τον κόρφο του και μου έδιδε –δεν κατεδέχετο δε ποτέ να τον πληρώσω– το τελευταίο φύλλο του“Μικρού Ρωμηού”.
– Παναγιώτη, βρωμάς κρασί, είσαι μεθυσμένος μου φαίνεται πάλιν, συνάδελφε!
– Α, μπα, απαντούσε με το αγαθό του μειδίαμα και τη βραχνή φωνή του. Μερικά εκατοσταράκια…
Ο ποιητής του κάρρου απέθανε. Η απώλεια είνε ανεπανόρθωτος όσον αφορά τον βοημικόν του τύπον. Η ποίησις δεν θα αισθανθή την απώλειάν του. Έχουμε τόσους άλλους ποιητάς που γράφουν στίχους του κάρρου και τους τυπώνουν εις μεταξωτά φύλλα με επίχρυσα εξώφυλλα!…».
Από τη δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα εμφανίστηκαν αρκετοί ακόμη «Ποιητές του Κάρρου» είτε στα πεζοδρόμια είτε στις στήλες των εφημερίδων και των περιοδικών. Το γεγονός, όμως, που ξανάφερε στη μνήμη των Αθηναίων τον Παναγιώτη Θεοδοσίου ήταν μια ρομαντική προσπάθεια που έκανε το 1931 ο αθεράπευτα ρομαντικός αθηναιογράφος Κώστας Δημητριάδης (1892-1987). Ξεκίνησε μια σπουδαία εκστρατεία για την αναβίωση των αθηναϊκών Αποκριών, οι οποίες από διάφορες συγκυρίες είχαν σταματήσει το 1917, τη χρονιά που πέθανε ο Παναγιώτης Θεοδοσίου! Ο Πόλεμος του 1918, η συμφορά της Μικράς Ασίας και τα προβλήματα που έφερε στην Αθήνα μαζί με τους πρόσφυγες ατόνησαν τις αποκριάτικες εκδηλώσεις.
Το 1931, λοιπόν, ο Κ. Δημητριάδης επιχείρησε την αναβίωσή τους στα στενά σοκάκια του Ψυρρή και της Πλάκας. Μια κεφάτη ομάδα από δημοσιογράφους και μέλη του Συλλόγου των Αθηναίων τριγυρνούσε στις δεκάδες ταβέρνες της Πλάκας, πείθοντας τους ιδιοκτήτες τους να τις διακοσμήσουν, να τις γεμίσουν λουλούδια, στολίδια και εικόνες, να φτιάξουν μεζεδάκια και ν’ ανοίξουν τα καλύτερα ρετσινάτα βαρέλια. Στήθηκε ένα γλέντι άνευ προηγουμένου, το οποίο όμως είχε ως πρωταγωνιστή έναν απόντα, τον Παναγιώτη Θεοδοσίου… Ήταν το καλύτερο μνημόσυνο.
Νοσταλγία για τη «χαρά του δρόμου»
Όσο ζούσαν οι άνθρωποι της γειτονιάς του Ψυρρή φρόντιζαν συχνά πυκνά να μνημονεύουν τον διασκεδαστή τους. Από τους τελευταίους, ίσως, ήταν ο γερο-Θειάσπρας, ο οποίος στα μέσα της δεκαετίας του 1950 συντηρούσε ακόμη την ταβέρνα της φαμίλιας του, που μετρούσε ήδη 130 χρόνια ζωής! Έδωσε συνέντευξη κάνοντας λόγο για τα «άλλα», τα «λαϊκά καρναβάλια» και τον πρωταγωνιστή τους: «Ο Θεοδοσίου! Σωστός αληθινός ποιητής. Στο κάρρο του είχε μπερντέ και δώστου παραστάσεις. Πρώτος στα καρναβάλια μας, που έβαζε και τα γυαλιά στη μεγάλη παρέλασι στους άλλους». Είχαν, ωστόσο παρέλθει ανεπιστρεπτί η κοινωνική πραγματικότητα και οι συνθήκες που δημιούργησαν το φαινόμενο του «Ποιητή του Κάρρου» και του «Μικρού Ρωμηού». Οι γειτονιές του Ψυρρή και της Πλάκας, ακολουθώντας την εξέλιξη, εκμοντερνίστηκαν και άλλαξαν χρήσεις και κατοίκους. Οι παλιές οικογένειες τις εγκατέλειψαν για να εγκατασταθούν στις «νέες» συνοικίες, δίνοντας τη «θέση» τους σε ένα κύμα φτωχολογιάς που έσπευσε να διαμείνει εκεί.
Εκείνοι, όμως, που συνέχισαν ρομαντικά να αναπολούν τα χρόνια και την Αθήνα του Π. Θεοδοσίου επέμειναν για πολλές δεκαετίες –συνήθως την εποχή των Αποκριών– να γράφουν και να δημοσιεύουν ιστορήματα ή να προσπαθούν να προσαρμόσουν τις παλαιές συνήθειες στη δική τους εποχή. Είκοσι χρόνια είχε φύγει από τη ζωή ο Παναγιώτης Θεοδοσίου, όταν με τον δικό του τρόπο τον αποχαιρέτησε ο πάντα εύστοχος φιλαθήναιος Τίμος Μωραϊτίνης. Έγραφε, λοιπόν, τον Μάρτιο 1937 και πάλι με την ευκαιρία των Αποκριών: «Το δραματολόγιον της λαϊκής Αποκρηάς ήταν άλλοτε πλουσιότερον, διότι εκτός από τον Φασουλή και την Γκαμήλα υπήρχαν και τα Ρόπαλα και ο Ποιητής του κάρρου. Τα δύο τελευταία αυτά έπαυσαν πλέον να εμφανίζωνται επί της υπαιθρίου λαϊκής σκηνής. Και διά μεν τα Ρόπαλα ο κοσμάκης δεν ησθάνθη καμμίαν λύπην. Διά τον Ποιητήν του Κάρρου όμως ο λαουτζίκος είνε απαρηγόρητος».
Ο Παναγιώτης Θεοδοσίου υπήρξε η «χαρά του δρόμου» και «δεν υπάρχει μεγαλύτερο και πολυτιμότερο σπουδαστήριο από τον δρόμο»!