ΚΟΣΜΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ ΚΑΙ ΕΠΙΓΡΑΦΟΠΟΙΟΣ

Από τις πλέον γνωστές πνευματώδεις φάρσες του Π. Θεοδοσίου ήταν εκείνη με το λυτό ή δεμένο λιοντάρι στην επιγραφή μιας μπακαλοταβέρνας. Η ιστορία αυτή συζητιόταν από στόμα σε στόμα, προκαλώντας ευφορία στις παρέες, και πλήθος εκδοχών της δημοσιεύθηκε κατά καιρούς σχεδόν απ’ όλους όσοι ασχολήθηκαν με την Αθήνα. Το ίδιο έπραξε και ο Κωνσταντίνος Σκόκος, το 1903, δημοσιεύοντας την ίδια ιστορία με το ψευδώνυμο «Σατανάς» και συνοδεύοντας τα κείμενά του με οκτώ σκίτσα του καλλιτέχνη και αισθαντικού συγγραφέα Στέφανου Ξενόπουλου (1873-1952). Εδώ ένα από αυτά που απεικονίζει τον Π. Θεοδοσίου και τον κυρ Θανάση τον Παντοπώλη κάτω από την επιγραφή με το λιοντάρι.

Η αποδοτικότερη όμως πτυχή της επαγγελματικής σταδιοδρομίας του Π. Θεοδοσίου, με την έννοια εκείνης που τελικά του εξασφάλιζε τα προς το ζην, ήταν αναμφισβήτητα η ιδιότητά του ως κοσμηματογράφου –επιγραφοποιού. Υπήρξε μάλλον ο σημαντικότερος λαϊκός επιγραφοποιός του τελευταίου τετάρτου του 19ου αιώνα, ο οποίος δημιούργησε σχολή που άπλωσε τα πλοκάμια της σε όλα τα μήκη και πλάτη της Αττικής. Η εργασία του δεν περιοριζόταν στη δημιουργία των επιγραφών των λαϊκών καφενείων και οινοπωλείων αλλά επεκτεινόταν στην επιλογή ονομάτων που πλημμύριζαν τα κέντρο και τις γειτονιές των Αθηνών και αποτελούσαν αντικείμενο των πρωτοσέλιδων χρονογραφημάτων της εποχής. Ο τρόπος με τον οποίο δούλευε και διαφήμιζε τους πελάτες και τον εαυτό του, η ευρηματικότητά του, η καθιέρωση νέων διαφημιστικών αποδοτικών μεθόδων στους δημόσιους και κοινόχρηστους χώρους, όπως η ανορθόγραφη γραφή και οι επιγραφές με ώχρα, τα έμμετρα που άφηνε φεύγοντας στους τοίχους των μικρομαγαζιών τού προσδίδουν αναμφισβήτητα τον τίτλο του πρωτοπόρου διαφημιστή της εποχής του.

Ο Π. Θεοδοσίου εξασφάλιζε τα προς το ζην ασκώντας την τέχνη του «Κοσμηματογράφου-Επιγραφοποιού», συνδυάζοντας την ευφυΐα και την ευρηματικότητά του με τις λίγες γνώσεις που έλαβε από τις σύντομες σπουδές του στο Πολυτεχνείο και δημιουργώντας ξεχωριστή σχολή. Με την ιδιότητα του επιγραφοποιού καταγράφηκε, το 1916, στον περίφημο «Οδηγό» του Νικολάου Γ. Ιγγλέση.

Από τις πλέον πνευματώδεις φάρσες του Παναγιώτη Θεοδοσίου, που σχετίζονταν με το επάγγελμα του επιγραφοποιού, είναι αυτή με το δεμένο ή το λυτό λιοντάρι, η οποία μάλιστα έχει απασχολήσει δεκάδες συγγραφείς μέχρι σήμερα..
Από τα πιο γνωστά «ποτοποιεία» ή «πνευματοπωλεία» των Αθηνών, το οποίο βρισκόταν στον Κεραμεικό, στη συμβολή των οδών Πειραιώς και Σαλαμίνος, ήταν «Ο Λέων», μια παραδοσιακή και γραφική γωνιά, με την ονομασία της να προέρχεται από τον τόπο προέλευσης των οίνων της, τη Νεμέα. Ο ιδιοκτήτης του ποτοποιείου, ο ευτραφής και μυστακοφόρος Ηλίας Κοκκινόπουλος, ήταν από τους πιο συμπαθείς ανθρώπους της πόλης.

Ο Παναγιώτης Θεοδοσίου, όπως τον απέδωσε με το πενάκι του ο Ανδρέας Βλασσόπουλος στην έκδοση «Αθήνα μου Παλιά». Απαραίτητα στοιχεία της εμφάνισης του «Ποιητή του Κάρρου» ήταν το ημίψηλο και το φράκο.

Ο Ηλ. Κοκκινόπουλος θέλησε να αναδείξει την πρόσοψη του μαγαζιού του, τοποθετώντας μια καλαίσθητη επιγραφή, από εκείνες τις περίτεχνες ξύλινες, πραγματικά έργα τέχνης. Κάλεσε, λοιπόν, τον Παναγιώτη Θεοδοσίου, ο οποίος εξάλλου ήταν και γείτονας, αφού έμενε λίγες δεκάδες μέτρα παρακάτω. Αλλώστε ο ίδιος συχνά σταματούσε εκεί για να κατεβάσει λίγη από την αγαπημένη του ρετσίνα, στην οποία είχε ιδιαίτερη αδυναμία.
– Παναγιώτη, θέλω μια ταμπέλα με το λιοντάρι της Νεμέας, είπε ο γραφικός κάπελας.
Ο Π. Θεοδοσίου, αφού σκέφτηκε λίγο, τον ρώτησε:
– Λυτό ή δεμένο το θέλεις το λιοντάρι, κυρ Ηλία; Γιατί λυτό θα κοστίσει πιο φτηνά.
Ο Ηλ. Κοκκινόπουλος, που δεν κατάλαβε την πονηριά, προτίμησε βέβαια τη φθηνότερη λύση. Η επιγραφή, πάντως, έγινε ωραιοτάτη και στήθηκε στην πρόσοψη. Αλλά με την πρώτη φθινοπωρινή μπόρα το… λυτό λιοντάρι εξαφανίστηκε.

Το Μνημείο του Λυσικράτους στην Πλάκα, αρχές της δεκαετίας 1920. Διακρίνονται η επιγραφή του καταστήματος και μία ακόμη στον ασβεστωμένο τοίχο. Η πρώτη αφορά στο «ΒΑΡΕΛΟΠΟΙΕΙΟΝ ΓΕΩΡΓ. ΙΩ. ΣΤΕΦΑ» και η δεύτερη το «ΗΛΕΚΤΡΟΚΙΝΟΠΡΟΝΙΣΤΗΡΙΟΝ ΔΗΜΑ»!

Έξω φρενών ο Ηλ. Κοκκινόπουλος, γιατί ο Π. Θεοδοσίου είχε κάνει το λιοντάρι με νερομπογιές, του φώναξε:
– Τι έκανες, ρε Παναγιώτη; Το λιοντάρι εξαφανίστηκε…
–Τι σου φταίω εγώ; Λυτό δεν το ήθελες; Έφυγε!, απάντησε ο Θεοδοσίου, ο οποίος ξαναπληρώθηκε για να φτιάξει το λιοντάρι, δεμένο αυτήν τη φορά και με λαδομπογιές…