ΚΟΣΜΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ ΚΑΙ ΕΠΙΓΡΑΦΟΠΟΙΟΣ
Η αποδοτικότερη όμως πτυχή της επαγγελματικής σταδιοδρομίας του Π. Θεοδοσίου, με την έννοια εκείνης που τελικά του εξασφάλιζε τα προς το ζην, ήταν αναμφισβήτητα η ιδιότητά του ως κοσμηματογράφου –επιγραφοποιού. Υπήρξε μάλλον ο σημαντικότερος λαϊκός επιγραφοποιός του τελευταίου τετάρτου του 19ου αιώνα, ο οποίος δημιούργησε σχολή που άπλωσε τα πλοκάμια της σε όλα τα μήκη και πλάτη της Αττικής. Η εργασία του δεν περιοριζόταν στη δημιουργία των επιγραφών των λαϊκών καφενείων και οινοπωλείων αλλά επεκτεινόταν στην επιλογή ονομάτων που πλημμύριζαν τα κέντρο και τις γειτονιές των Αθηνών και αποτελούσαν αντικείμενο των πρωτοσέλιδων χρονογραφημάτων της εποχής. Ο τρόπος με τον οποίο δούλευε και διαφήμιζε τους πελάτες και τον εαυτό του, η ευρηματικότητά του, η καθιέρωση νέων διαφημιστικών αποδοτικών μεθόδων στους δημόσιους και κοινόχρηστους χώρους, όπως η ανορθόγραφη γραφή και οι επιγραφές με ώχρα, τα έμμετρα που άφηνε φεύγοντας στους τοίχους των μικρομαγαζιών τού προσδίδουν αναμφισβήτητα τον τίτλο του πρωτοπόρου διαφημιστή της εποχής του.
Από τις πλέον πνευματώδεις φάρσες του Παναγιώτη Θεοδοσίου, που σχετίζονταν με το επάγγελμα του επιγραφοποιού, είναι αυτή με το δεμένο ή το λυτό λιοντάρι, η οποία μάλιστα έχει απασχολήσει δεκάδες συγγραφείς μέχρι σήμερα..
Από τα πιο γνωστά «ποτοποιεία» ή «πνευματοπωλεία» των Αθηνών, το οποίο βρισκόταν στον Κεραμεικό, στη συμβολή των οδών Πειραιώς και Σαλαμίνος, ήταν «Ο Λέων», μια παραδοσιακή και γραφική γωνιά, με την ονομασία της να προέρχεται από τον τόπο προέλευσης των οίνων της, τη Νεμέα. Ο ιδιοκτήτης του ποτοποιείου, ο ευτραφής και μυστακοφόρος Ηλίας Κοκκινόπουλος, ήταν από τους πιο συμπαθείς ανθρώπους της πόλης.
Ο Ηλ. Κοκκινόπουλος θέλησε να αναδείξει την πρόσοψη του μαγαζιού του, τοποθετώντας μια καλαίσθητη επιγραφή, από εκείνες τις περίτεχνες ξύλινες, πραγματικά έργα τέχνης. Κάλεσε, λοιπόν, τον Παναγιώτη Θεοδοσίου, ο οποίος εξάλλου ήταν και γείτονας, αφού έμενε λίγες δεκάδες μέτρα παρακάτω. Αλλώστε ο ίδιος συχνά σταματούσε εκεί για να κατεβάσει λίγη από την αγαπημένη του ρετσίνα, στην οποία είχε ιδιαίτερη αδυναμία.
– Παναγιώτη, θέλω μια ταμπέλα με το λιοντάρι της Νεμέας, είπε ο γραφικός κάπελας.
Ο Π. Θεοδοσίου, αφού σκέφτηκε λίγο, τον ρώτησε:
– Λυτό ή δεμένο το θέλεις το λιοντάρι, κυρ Ηλία; Γιατί λυτό θα κοστίσει πιο φτηνά.
Ο Ηλ. Κοκκινόπουλος, που δεν κατάλαβε την πονηριά, προτίμησε βέβαια τη φθηνότερη λύση. Η επιγραφή, πάντως, έγινε ωραιοτάτη και στήθηκε στην πρόσοψη. Αλλά με την πρώτη φθινοπωρινή μπόρα το… λυτό λιοντάρι εξαφανίστηκε.
Έξω φρενών ο Ηλ. Κοκκινόπουλος, γιατί ο Π. Θεοδοσίου είχε κάνει το λιοντάρι με νερομπογιές, του φώναξε:
– Τι έκανες, ρε Παναγιώτη; Το λιοντάρι εξαφανίστηκε…
–Τι σου φταίω εγώ; Λυτό δεν το ήθελες; Έφυγε!, απάντησε ο Θεοδοσίου, ο οποίος ξαναπληρώθηκε για να φτιάξει το λιοντάρι, δεμένο αυτήν τη φορά και με λαδομπογιές…