Οι δυο πυρκαγιές που έκαψαν τη “νεράιδα της Μακεδονίας” τον Ιούνιο του ’35
«Η νεράιδα της Μακεδονίας, κατά μέγα μέρος, δεν υπάρχει πλέον»! Με τις λίγες αυτές λέξεις η Ελλάδα παρακολουθούσε τη συμφορά που έπληξε τον Ιούνιο 1935 την όμορφη πόλη της Έδεσσας. Περίπου τριακόσια πενήντα σπίτια και εκατόν πενήντα καταστήματα παραδόθηκαν στις φλόγες και περίπου τριακόσιες οικογένειες στον δρόμο. Καταστράφηκαν ένα δημοτικό σχολείο και το Πρωτοδικείο, όπου ήταν εγκατεστημένη και η Εισαγγελία, καθώς και το υποκατάστημα της Τραπέζης Αθηνών.
Οι μαρτυρίες ανέφεραν ότι όλα ξεκίνησαν από το Μεταξουργείο ενός Αρμένιου, απ’ όπου αναπήδησε ο σπινθήρας που κατέκαψε την πόλη. Άλλοι υποστήριζαν ότι ξεκίνησε από κατοικία που βρισκόταν κοντά στο Μεταξουργείο. Ήταν η εποχή των κουκουλιών και το εύφλεκτο υλικό ήταν τα ξηρά κλαδιά που «κλαδίζονταν» οι μεταξοσκώληκες και με τα οποία ήταν γεμάτα τα σπίτια της Έδεσσας.
Εξάλλου, ο φόβος για μεγάλη πυρκαγιά ήταν διάχυτος. Σα να την περίμεναν. Τα σπίτια παλαιά, κατασκευασμένα με τσατμάδες (μπαγδατή) στα επάνω πατώματα. Τραγική ειρωνεία∙ τα δύο πρώτα ακίνητα που κάηκαν ήταν σχεδόν πάνω στο ποτάμι. Από εκεί μεταδόθηκε στην πόλη, η οποία διέθετε μόνον μία πυροσβεστική αντλία. Αλλά και αυτή ήταν χαλασμένη και είχε σταλεί στη Θεσσαλονίκη για επισκευή! Διαβολική σύμπτωση. Εν πάση περιπτώσει, στήθηκαν παραπήγματα, δόθηκαν πρόχειρα βοηθήματα και η πόλη προσπαθούσε να θεραπεύσει τις πληγές της.
Δεν πρόλαβαν όμως να περάσουν δύο μήνες και στις αρχές Αυγούστου νέα πυρκαγιά που ξέσπασε στην περιοχή των παλαιών Μύλων –πίσω από το Γυμνάσιο της πόλης– ήρθε να ολοκληρώσει την καταστροφή. Ο πανικός που επικράτησε ήταν πρωτοφανής, οι καμπάνες των εκκλησιών χτυπούσαν διαρκώς, τα γυναικόπαιδα συγκεντρώνονταν στις πλατείες και οι άνδρες προσπαθούσαν να διασώσουν ό,τι ήταν δυνατόν. Άλλα είκοσι δύο ακίνητα αποτεφρώθηκαν και η «όμορφη νύφη», όπως αποκαλούσαν την Έδεσσα, άργησε να συνέλθει από τις καταστροφές.