Οι πρώτοι οργανωμένοι απατεώνες στην ελληνική πρωτεύουσα!
Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς.
Δύο Κύπριοι, οι Κυπριανός Γεωργίου και Αντώνιος Φραγκίσκου, και ένας Ζακυνθινός, ο Αναστάσιος Μαργαρίτου, διεκδικούν τα πρωτεία οργανωμένης σπείρας που χτύπησε στην Αθήνα, μετά την ανακήρυξή της ως πρωτεύουσας του
νεοσύστατου Ελληνικού Βασιλείου. Εμφανίστηκαν στα τέλη Αυγούστου 1834, προερχόμενοι από το Ναύπλιο. Ντυμένοι στην πένα και έχοντας την εμφάνιση τίμιων οικογενειαρχών, γυρνούσαν τα ελάχιστα ακόμη καφενεία και ξενοδοχεία της πόλης, ξόδευαν χρήματα και έκαναν γνωριμίες.
Το σχέδιό τους ήταν αλάνθαστο. Αφού μάθαιναν για την οικονομική κατάσταση των υποψήφιων θυμάτων και τις συνθήκες που επικρατούσαν στα σπίτια τους, οι δύο τους κρατούσαν συντροφιά και ο τρίτος πήγαινε στο σπίτι τους και τους έκανε… νοικοκυραίους. Άνοιγε με αντικλείδια τις υποτυπώδεις κλειδαριές της εποχής και έκλεβε χρήματα ή ό,τι πολύτιμο έβρισκε. Σημειώθηκαν, λοιπόν, σε χρονικό διάστημα δύο-τριών μηνών, τρεις τέτοιες κλοπές με πλούσια λεία. Το γεγονός, για τη μικρή ακόμη κωμόπολη, όπως ήταν η Αθήνα, θορύβησε τις Αρχές. Έφτασε δε και μέχρι τα αφτιά του Όθωνα.
Εκείνος, κατά περίεργο τρόπο, αντί να εμπιστευτεί τον αστυνόμο της πόλης, εμπιστεύτηκε έναν αξιωματικό του πανίσχυρου τότε Φρουραρχείου. Εκείνος με τη σειρά του, είπε τα συμβάντα στον φρούραρχο Στρατηγό Κ. Πίζα και ο τελευταίος ανέλαβε δράση. Ντύθηκε με πολιτική περιβολή και άρχισε, συνοδευόμενος από τον υπασπιστή του, να συχνάζει στα καφενεία. Δεν άργησε λοιπόν να τους εντοπίσει, αφού επιχείρησαν να εφαρμόσουν το κόλπο τους και στον ίδιο. Μόλις έφυγε όμως ο ένας για να πάει σπίτι του, τον ακολούθησε ο υπασπιστής, ο οποίος και τον συνέλαβε
επ’ αυτοφώρω.
Τον έδεσε πίσω από το άλογό του και τον… παρκάρισε έξω από το καφενείο, όπου οι άλλοι δύο «απασχολούσαν» τον φρούραρχο. Ακολούθησαν κωμικοτραγικές σκηνές αφού οι λωποδύτες οδηγήθηκαν στο Φρουραρχείο συρόμενοι κυριολεκτικά στους δρόμους της πόλης. Έκτοτε, πέρασαν αρκετοί μήνες μέχρι να ακουστεί νέο κρούσμα κλοπής…