Οι φιγούρες του «χασάπικου» που έγιναν μόδα μετά το τσα-τσα στη δεκαετία του 1960
Μαζί με το σπάσιμο των πιάτων που εξαπλώθηκε –ως ελληνικό έθος– στα πέρατα της Γης με την ταινία του Ζυλ Ντασσέν «Ποτέ την Κυριακή», την ίδια τύχη είχε και ο γνωστός χασάπικος χορός. Η ιστορία του χάνεται στα χρόνια του Βυζαντίου, στην Κωνσταντινούπολη και την όμορφη Μακεδονία, στα χρόνια των μακελάρηδων και αργότερα των Αρβανιτών χασάπηδων. Αλλά έγινε γνωστός και δημοφιλής ως «συρτάκι» και θεωρήθηκε από τους ξένους ως ο αντιπροσωπευτικότερος ελληνικός χορός. Δηλαδή χορογραφήθηκε και εξελίχθηκε, επηρεασμένος από τον ελληνικό κινηματογράφο, εντελώς διαφορετικός από την αρχική του προέλευση.
Έστω κι έτσι, στις αρχές της δεκαετίας του ’60 εισέβαλε ακόμη και στα σπίτια των διπλωματικών υπαλλήλων, στις χοροεσπερίδες και τα νεανικά πάρτι. Μετά το τσα τσα και το τσάρλεστον, έφθαναν στο αποκορύφωμα του κεφιού με ένα έξαλλο χασάπικο που το χόρευαν «αλά Μελίνα και Γ. Φούντα», αφού ακόμη δεν είχε καθιερωθεί ευρέως η ονομασία «συρτάκι».
Ο αποδιοπομπαίος χασάπικος χορός, έστω και στην ελαφρά του αυτή μορφή, έπαιρνε εκδίκηση. Γινόταν μόδα, μανία, τρέλα και έμπαινε πανηγυρικά στα σαλόνια αναγκάζοντας εκείνους που τον περιφρονούσαν να εξοικειωθούν μαζί του. Δεν άργησε η στιγμή ώστε ακόμη και ολόκληρες εκδηλώσεις να χτίζονται με βάση το πνεύμα του νέου χασάπικου. Στους αποκριάτικους χορούς επανήλθαν τα ζωνάρια, τα μαύρα παντελόνια, οι λαϊκοί τύποι και οι διακοσμήσεις των ταβερνών.
Πρόσωπα διακεκριμένα και διπλωματικοί υπάλληλοι έσπευδαν στα χοροδιδασκαλεία για να μυηθούν στα μυστικά του χασάπικου και να μάθουν όσο το δυνατόν καλύτερα τις φιγούρες του. Εξάλλου, όπως αποκάλυπταν στα ψιλά γράμματά τους οι εφημερίδες, αρκετοί ήταν εκείνοι που φρόντιζαν να παίρνουν μαθήματα κατ’ οίκον. Έτσι, απέφευγαν τα αδιάκριτα βλέμματα και επιδείκνυαν τις ικανότητές τους με τσακίσματα και αυτοσχεδιασμούς του περιφρονημένου χασάπικου!