Ο «άγνωστος» Μητροπολίτης Κυνουρίας Διονύσιος Δημητρίου και ο ρόλος του στην Επανάσταση του 1821
Ελάχιστες πληροφορίες είναι γνωστές για τον Επίσκοπο Ρέοντος και Πραστών, αργότερα Κυνουρίας, παρά το γεγονός ότι διαδραμάτισε σημαντικότατο ρόλο πριν, κατά και μετά την μεγάλη Ελληνική Εθνεγερσία και εφέτος συμπληρώνονται εκατ όν εξήντα χρόνια (Ιανουάριος 1852) από την μετάστασή του στην Αιωνία Ανατολή. Πρόκειται για τον Διονύσιο Δημητρίου, του Κωνσταντίνου και της Μαρίας, ο οποίος γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1787.
Σε ηλικία 25 ετών χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Ρέοντος και Πραστού. Μυημένος στη Φιλική Εταιρεία εργάστηκε ακούραστα για τον κοινό σκοπό. Αναγκάστηκε να υπογράψει το αφοριστικό γράμμα του Αλέξανδρου Υψηλάντη, ταυτόχρονα όμως –μόλις ξέσπασε η Επανάσταση– έσπευσε να συμμετάσχει.
Άγνωστες παραμένουν οι περιπέτειές του μέχρι να φτάσει στην Πελοπόννησο. Ναυάγησε το πλοίο και διασώθηκε στη Χίο, όπου βασανίσθηκε άγρια από τους Τούρκους επί δίμηνο. Εντελώς άπορος όταν επαναστάτησε το νησί, πέρασε στα Ψαρά, για να φτάσει στο Άργος, όπου έδρευε η Υπέρτατη Διοίκηση της Ελλάδος. Μετακινήθηκε στη Ζάκυνθο αναλαμβάνοντας να προτρέψει την Αγγλική κυβέρνηση σε βοήθεια της Ελλάδος. Συμμετείχε στην Β’ Εθνική Συνέλευση του Άργους, συμμετέχοντας στη σύνταξη του «Εγκληματικού Κώδικα», καθώς και στις Συνελεύσεις της Επιδαύρου (1826) και της Τροιζήνας (1827). Με τη νέα εκκλησιαστική διαίρεση ο Καποδίστριας τον διόρισε Επίσκοπο Κυνουρίας, ενώ υπήρξε από τους αρχιερείς που συγκρούστηκαν με τη βαυαρική αντιβασιλεία.
Προήδρευσε της Ιεράς Συνόδου επί μία πενταετία και με τον Επίσκοπο Αττικής (Ταλαντίου) Νεόφυτο Μεταξά υπήρξαν οι στυλοβάτες της Εκκλησίας κατά την Οθωνική περίοδο. Συνδεόταν άρρηκτα με τον Οικονόμο των εξ Οικονόμων και υπήρξε από τους αρχιερείς που αποφάσισαν την καταδίωξη του Θεοφίλου Καίρη. Έφυγε από τη ζωή πάμπτωχος και τάφηκε με δημόσια δαπάνη. Υπήρξε στενός φίλος του Κωλέττη και η αλληλογραφία τους αποτελεί σπουδαία πηγή για τη σύγχρονη εκκλησιαστική ιστορία.