Ο κλάδος ελιάς και η συνάντηση του Σπύρου Λούη με τον Χίτλερ στην Ολυμπιάδα του Βερολίνου.
Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς.
«Το όνομα της Ελλάδας γεμίζει πάλιν τον κόσμον ολόκληρον. Υπό το ιερόν πυρ της Ολυμπίας της αναζή το αθάνατον ελληνικόν μεγαλείον». Αυτό το κλίμα επικρατούσε και μετέφεραν οι εφημερίδες της εποχής την 1η Αυγούστου του 1936, κατά τη διάρκεια της τελετής έναρξης των ΧΙ Ολυμπιακών Αγώνων στο Βερολίνο. Τότε που ο ιστορικός Ολυμπιονίκης μαραθωνοδρόμος Σπύρος Λούης, 64 χρόνων πλέον, έκανε την τελευταία επίσημη εμφάνισή του σε Ολυμπιακούς Αγώνες, ως προσκεκλημένου της γερμανικής Επιτροπής. Κανείς δεν πίστευε τότε ότι λίγα χρόνια αργότερα το κλαδί ελιάς -σύμβολο ειρήνης- που είχε παραδώσει στον Αδόλφο Χίτλερ θα μετατρεπόταν στο μεγαλύτερο αιματοκύλισμα της ανθρωπότητας και ο τελευταίος στην πιο επαχθή προσωπικότητα του πλανήτη.
Το κατάμεστο στάδιο αποθέωσε τον Λούη. Ντυμένος με την παραδοσιακή φουστανέλα και επευφημούμενος «εν εξάλλω ενθουσιασμώ», έφτασε με τους επισήμους. Κατά την εκφώνηση του Ολυμπιακού Όρκου, 30.000 περιστέρια αφέθησαν ελεύθερα και σκέπασαν σαν σύννεφο τον ουρανό για να μεταφέρουν σε όλον τον κόσμο το μήνυμα της ειρήνης.
Εκατόν δέκα χιλιάδες άνθρωποι παρακολούθησαν τον Γερμανό δρομέα Schilgen να εισέρχεται στο στάδιο και να κατευθύνεται στον βωμό του πυργίσκου του Μαραθωνίου, μεταδίδοντας τη Φλόγα. Τότε ο Σπύρος Λούης σηκώθηκε και παρέδωσε φανερά συγκινημένος στον Χίτλερ το κλαδί ελιάς, πριν ηχήσει ο Ολυμπιακός Κώδων. Αυτό ήταν και το όνειρο ζωής του όπως ο ίδιος είχε εξομολογηθεί: να μεταφέρει το μήνυμα των Ολυμπιακών Αγώνων απ’ άκρου εις άκρον. Παρόλο που το κράτος δεν κατέβαλε το παραμικρό ποσό για τα έξοδα παραστάσεως του ένδοξου τέκνου της, ευθύνη που ανέλαβε μόνο η φτωχή κοινότητα Αμαρουσίου.
Η παρουσία του αποκτά δε ξεχωριστή σημασία αν ληφθεί υπόψη ότι υπήρξε η πρώτη δημόσια εμφάνισή του μετά τη φυλάκισή του, το 1925, με την κατηγορία της πλαστογραφίας στρατιωτικού εγγράφου, για την οποία τελικά αθωώθηκε.