Ο ΜΟΛΙΕΡΟΣ ΤΟΥ ΠΕΖΟΔΡΟΜΙΟΥ
Ο Παναγιώτης Θεοδοσίου, καταγόμενος από προεπαναστατική οικογένεια, γεννήθηκε το 1863. Είχε από νωρίς επιλέξει το πεδίο δράσης του. Ασχολήθηκε –μάλλον χωρίς επιτυχία– με το θέατρο. Αρχικά ως ηθοποιός και αργότερα σχηματίζοντας δικούς του θιάσους (μπουλούκια). Είναι η εποχή άλλωστε (1876) που ιδρύονται στην Αθήνα υπαίθρια αθηναϊκά θέατρα τα οποία επιτρέπουν στους ελληνικούς θιάσους να συμπεριλάβουν και την ελληνική πρωτεύουσα στις περιοδείες τους. Τα θεάματα αυτά παρακολουθούν η μεσαία και η κατώτατη αστική
τάξη, ενώ «του διακρινομένου επί μορφώσει και αναπτύξει κόσμου η αποχή είναι καταφανής», κατάσταση που θα διαρκέσει για μία 15ετία περίπου. Το μικροαστικό κοινό και τα λιγότερο προωθημένα τμήματα του μεσοαστικού κοινού ψυχαγωγούνται στα υπαίθρια θέατρα του Ιλισσού και της πλατείας Ομονοίας, με μεταφρασμένα περιπετειώδη δράματα. Το λαϊκό κοινό διασκεδάζει κυρίως με την παντομίμα και τις αυτοσχέδιες «κωμωδίες της μπάτας» στα δικά του λαϊκά θέατρα. Το μεγαλοαστικό κοινό παρακολουθεί γαλλική οπερέτα και ιταλική όπερα από τους ευρωπαϊκούς θιάσους που έρχονται στην Αθήνα χειμώνα-καλοκαίρι.
Το «θεατρικό σαλόνι» της «ΝΕΑΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΟΣ»
Τότε ακριβώς είναι που θα δράσει ο Παναγιώτης Θεοδοσίου στα θεατρικά δρώμενα. Και οι καλλιτεχνικές και κοινωνικές του δραστηριότητες θα αποτυπωθούν πλήρως από τη «ΝΕΑ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ», την οποία άρχισε να εκδίδει ο Ιωάννης Καμπούρογλου στην Αθήνα από το 1881 και διατήρησε τη διεύθυνσή της για μία περίπου δεκαετία. Στο ιδιόμορφο «θεατρικό σαλόνι», που περιλάμβανε –στα πρότυπα των φιλολογικών σαλονιών της εποχής–, αποτυπώνονται και χαρτογραφούνται άγνωστα μέχρι σήμερα πρόσωπα και καλλιτεχνικές δράσεις που συνόδευσαν τη
ζωή της πρωτεύουσας στην κρίσιμη δεκαετία του 1880. Είναι η εποχή που οι νεωτεριστικές αξίες προσπαθούν να ενσωματωθούν στις παραδοσιακές μορφές κοινωνικής οργάνωσης ή καλύτερα να επιβληθούν, προκαλώντας αντιδράσεις. Η κοινωνία βρίσκεται σε περίοδο έντονης αστικοποίησης. Από τη μια τα προβλήματα, οι αγωνίες και η οδύνη που εκφράζονται από τα λαϊκά στρώματα και τους υποστηρικτές τους και από την άλλη οι αισιόδοξες πλευρές που περιλαμβάνουν την κοινωνική ανέλιξη, την οικονομική ανάπτυξη και «την περηφάνια της ιδιότητας του προοδευμένου αστού».
Ως προς τον Παναγιώτη Θεοδοσίου και το σύνολο των λαϊκών διασκεδαστών μπορούμε να ισχυριστούμε ότι η «ΝΕΑ ΕΦΗΜΕΡΙΣ» αποτέλεσε ένα άτυπο και ακριβές «ημερολόγιο» των καλλιτεχνικών και κοινωνικών δραστηριοτήτων τους. Ανήγγελλε και διαφήμιζε τις παραστάσεις τους, πρόβαλλε τα στέκια τους, ενίσχυε με το ειδικό βάρος που διέθετε την κοινωνική τους καταξίωση, ήταν παρούσα σε όσες περισσότερες εκδηλώσεις μπορούσε και τους έδινε βήμα κάθε φορά που χρειαζόταν να υπεραμυνθούν της τέχνης τους. Το «σαλόνι» της «ΝΕΑΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΟΣ» φιλοξενούσε τα πάντα, από τα νευρόσπαστα (:μαριονέτες) και τον Καραγκιόζη μέχρι τις παραστάσεις «πλαστικών εικόνων» και τα καφενεία-θέατρα των μπουλουκιών.
Θιασάρχης εν Αθήναις τω 1886
Το 1886 αποτελεί τη χρονιά-σταθμό του Παναγιώτη Θεοδοσίου. Γεμάτος φρεσκάδα και δύναμη, σχηματίζει τον 18μελή «Ελληνικό Δραματικό Θίασο υπό Παναγ. Ν. Θεοδοσίου» που δίνει παραστάσεις εντός και εκτός Αθηνών. Στην πρωτεύουσα, «εν καιρώ επιτρέποντι», έδινε τις παραστάσεις του «εν τω Θεάτρω του Λαού».
Η γέννηση του αθηναϊκού Κωμειδυλλίου και η οκταετής επικράτησή του (1889-1896) στα θεατρικά δρώμενα της ελληνικής πρωτεύουσας επηρέασαν, όπως ήταν φυσικό, τις δραστηριότητες του Παναγιώτη Θεοδοσίου. Το Κωμειδύλλιο, δηλαδή η ελαφρά κωμωδία που συνοδεύεται από τραγούδια, ή αλλιώς η ηθογραφική κωμωδία που έχει μερικές φορές και δραματικά στοιχεία και συνοδεύεται χωρίς εξαίρεση από τραγούδια, πήρε τις δικές του διαστάσεις και είχε τη δική του πορεία στην Αθήνα.
Ωστόσο, η εμφάνιση του Κωμειδυλλίου γεννήθηκε μέσα από διεργασίες και πρότυπα που επηρέασαν γενικότερα τη θεατρική κίνηση των Αθηνών. Και οι πλέον πρόσφατες έρευνες μας οδηγούν στα 1883, όταν επισκέπτεται την Αθήνα ένας ακόμη μελοδραματικός θίασος, η αρμένικη οπερέτα Μπεγλιάν, η οποία επηρέασε καθοριστικά το μουσικό θέατρο των Αθηνών και συνέβαλε σημαντικά στη δημιουργία του εγχώριου Κωμειδυλλίου. Βεβαίως, το γεγονός ότι ένα ανατολίτικο συγκρότημα από την Κωνσταντινούπολη παρουσίαζε τουρκόφωνες παραστάσεις αρμένικων έργων προκαλούσε δικαιολογημένες αντιδράσεις, αλλά ταυτόχρονα εισήγαγε νέες «μόδες», οι οποίες έφτασαν να επηρεάσουν ακόμη και τις παραστάσεις του λαϊκού θιάσου του Π. Θεοδοσίου! Χαρακτηριστικοί δε είναι οι τίτλοι των έργων που ανέβηκαν στην Ακτή του Φαλήρου: «Λεπλεπιτζής Χορ-χορ Αγάς», «Κιοσέ Κεχαγιάς» και «Αρίφ» .
Ίδρυσε ιδιωτική δραματική σχολή
Προσπαθώντας να επιβιώσει στο νέο περιβάλλον, ο Παναγιώτης Θεοδοσίου εφευρίσκει μεθόδους οι οποίες τον φέρνουν στην επικαιρότητα και συντηρούν τις δραστηριότητές του. Εξάλλου, φαίνεται πως οσμίζεται το περιβάλλον που αλλάζει, αφού μάλλον δεν μπορεί να εξασφαλίσει τη συνεργασία των ονομάτων εκείνων του χώρου που θα του επιτρέψουν να συνεχίσει τη δραστηριότητα των θιάσων του. Έτσι, το 1887 και ίσως εν μέσω της ευφορίας που του είχαν προκαλέσει οι παραστάσεις που έδινε ο θιάσός του, αποπειράθηκε να ιδρύσει ιδιωτική δραματική σχολή!
Οι Αθηναίοι διψούν ακόμη για φτηνή διασκέδαση, αρέσκονται να παρακολουθούν τις παραστάσεις που σατιρίζουν τον μικρόκοσμο της γειτονιάς, αφορίζουν κάθε είδους εξουσία και αδικία, καταδικάζουν τις προκλητικές συμπεριφορές των νεόπλουτων οπαδών του Χαρίλαου Τρικούπη και αγγίζουν την ψυχή και την καθημερινότητά τους, παρά το γεγονός ότι πληθαίνουν οι φωνές και οι προβληματισμοί εκείνων που υποδεικνύουν την ανάγκη παροχής ποιοτικότερων διασκεδάσεων και θεαμάτων στις λαϊκές τάξεις.
Βλέποντας, λοιπόν, τον κλοιό γύρω του να στενεύει και να περιορίζεται ο χώρος δράσης του επιλέγει να ιδρύσει «ιδιωτικήν δραματικήν σχολήν»! Πράγματι, την επιθυμία του αυτή έκανε πραγματικότητα τον Ιανουάριο 1887, όταν ξεκίνησαν οι εγγραφές και το γεγονός έπαιρνε δημοσιότητα: «Ο ηθοποιός κ. Παναγιώτης Ν. Θεοδοσίου συνιστά ιδιωτικήν δραματικήν σχολήν. Μαθηταί εισί δεκτοί εν τη σχολή παίδες από 12-15 ετών. Εγγραφαί γίνονται εν τω επί της οδού Ευριπίδου καφείον του κ. Ιω. Μήτσου».
Τα λαϊκά θέατρα στα τέλη του 19ου αιώνα
Το πέρασμα από τον 19ο στον 20ό αιώνα υπήρξε καθοριστικό για την τύχη των λαϊκών θεάτρων, δεδομένων των αντιδράσεων που σημειώνονταν για την ποιότητα των θεαμάτων που προσέφεραν. Είναι η εποχή των μεγάλων αλλαγών, με σημαντικότερη την ανατολή του νέου μεγάλου αστέρα των θεαμάτων, του κινηματογράφου. Ωστόσο, το είδος ακμάζει στα τέλη του 19ου αιώνα, αφού, σύμφωνα με μια πρόχειρη στατιστική, περίπου έξι χιλιάδες άνθρωποι σύχναζαν κάθε βράδυ στα λαϊκά θέατρα της πόλης, ενώ ιδιαίτερα μεγάλος αριθμός παρακολουθούσε από τις χαραμάδες των σανίδων ή ακόμη από τα δένδρα των οδών και των πλατειών, συνήθης διασκέδαση του παιδόκοσμου των φτωχοσυνοικιών.
Σύμφωνα πάντα με την ίδια πρόχειρη στατιστική, στα τρία θεατράκια του Θησείου σύχναζαν κάθε βράδυ δύο χιλιάδες άνθρωποι, πεντακόσιοι στο «Έντεμ», το οποίο στην αρχή βρισκόταν κοντά στην Πύλη του Αδριανού, χίλιοι στα Πευκάκια, χίλιοι στις μαριονέτες «παρά τον Αγιον Διονύσιον», πεντακόσιοι παρακολουθούσαν τον μπερντέ του Καραγκιόζη κοντά στη Γέφυρα του Σταδίου –όπου και ο περίφημος Μόλλας– και περίπου πεντακόσιοι τον Φασουλή των Πατησίων. Εκεί, απολάμβαναν κάθε βράδυ «ευφυείς κωμωδίας, δράματα ηθικά, παντομίμας υποφερτής λογικής και εκτελέσεως, μαριονέττες τέλος πάντων που να κάμουν τον άνθρωπον να γελά…».
Από τα café chantants στα θερινά θεατράκια των γειτονιών
Την ίδια περίπου εποχή, μετά τις αποκριάτικες εκδηλώσεις του 1898, «ο Θεοδοσίου, ο φοβερός και τρομερός εύρε φιλοξενείαν και κατήρτησε ωδικόν θίασον εις την οδόν Αθηνάς εις το ζυθοπωλείον ο “Ορφεύς” όπου εμφανίζεται και ως βαρύτονος ο υπαίθριος αγορευτής των απόκρεω». Μάλιστα, σύμφωνα με την είδηση, «θα ψάλλη
διάφορα άσματα με Γαλλίδας και Ιταλίδας». Και έναν μήνα αργότερα, ο Θεοδοσίου είχε κατορθώσει πράγματι να μετατρέψει το ζυθοπωλείο σε ένα λαϊκό καλλιτεχνικό στέκι, «μεγαλοπρεπές θέατρον», όπως ειρωνικά το αποκαλούσαν οι εφημερίδες, με απαιτήσεις για την εποχή του.
Πρόκειται, βεβαίως, για τη μετατροπή ενός παραδοσιακού ζυθοπωλείου σε καφωδείο, όπως εξελληνίστηκε το γαλλοφερμένο cafés chantants. Συχνά διαπιστώνεται σύγχυση μεταξύ ζυθοπωλείων (μπιραριών) και καφωδείων (cafés chantants ή cafés concerts) επειδή διαθέτουν κοινά χαρακτηριστικά (μπίρα, σερβιτόρες, σεπαρέ, μουσική). Ωστόσο, λειτουργούν διαφορετικές ώρες∙ οι μπιραρίες στη διάρκεια της ημέρας και τα καφωδεία μετά τις εννέα το βράδυ, ενώ τα τελευταία διαθέτουν ζωντανά χορευτικά νούμερα, διάφορες παραστάσεις και ζωντανή μουσική. Το ίδιο ίσχυε και για καφενεία, τα οποία στα μουσικά συγκροτήματα προσέθεταν και διάφορα θεάματα μεταπηδώντας στην κατηγορία των καφωδείων, τα οποία διέφεραν από τα «καφέ αμάν» και τα «καφέ σαντούρ». Εξάλλου, και τα θέατρα που παρουσίαζαν επιθεωρησιακό, σατιρικό, χορευτικό θέαμα (βαριετέ, πολυθέαμα) μετατρέπονταν ουσιαστικά σε καφωδεία, ιδιαίτερα την περίοδο των Αποκριών, λόγω του συγκροτημένου θιάσου, του χώρου του θεάτρου με το κυλικείο, τα θεωρεία και τα δωμάτια (φουαγιέ) γύρω από την κεντρική αίθουσα της πλατείας.
Στα στέκια του Θεοδοσίου
Στα τέλη του 19ου αιώνα διαπιστώνουμε πως «αι Αθήναι ζουν ολόκληροι, πέρα ως πέρα, από την Πλάκαν έως τα Πυθαράδικα, από την Βάθειαν έως τα Παντρεμενάδικα, όλοι μαζή επί ενός κοινωνικού πεδίου, Ψυρρή και οδός Κηφισσίας, Βαθρακονήσι και λεωφόρος Αμαλίας, Αέρηδες και οδός Σταδίου».
Η Νεάπολη, το Θησείο και το Μεταξουργείο υπήρξαν τα στέκια όπου εντοπίζονται οι δραστηριότητες του Θεοδοσίου ή «αι καλλιτεχνικαί συνοικίαι» όπως τις αποκαλούσαν οι εφημερίδες.