Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΤΟΥ ΚΑΡΡΟΥ
Δεν ήταν όμως η θεατρική ενασχόληση που καθιέρωσε τον «Μολιέρο του πεζοδρομίου» –όπως τον χαρακτήρισε ο Σπύρος Μελάς σε ένα χρονογράφημά του στην εφημερίδα «Ελευθερία»– στην κοινή γνώμη, η οποία τον συγκράτησε περισσότερο στη μνήμη της ως «Ποιητή του Κάρρου».
Εμφανίστηκε όπως οι αρχαίοι γεφυριστές, δηλαδή απευθύνοντας προς τους διαβάτες σατιρικά δίστιχα, «τα οποία επί μακρόν έπειτα χρόνον εφέροντο εις τα στόματα του λαού». Είναι πλέον διαπιστωμένο ότι πρόκειται για τον προπομπό του θεατρικού είδους που γνώρισε η πρωτεύουσα, λίγα χρόνια αργότερα, ως «Αθηναϊκή Επιθεώρηση». Ο Π. Θεοδοσίου, μεταμφιεσμένος και βαμμένος, ανήσυχος, ευρηματικός, σαρκαστικός, κεφάτος και πολιτικοποιημένος, μεταφέρει στο κάρρο του στίχους, μονoλόγους και απλοϊκούς διαλόγους, σατιρίζει τη δημόσια ζωή και τα πολιτικά θέματα της επικαιρότητας, αλλά και τα μικρά και μεγάλα γεγονότα της γειτονιάς και της κοινωνικής ζωής της πρωτεύουσας. Όταν διαπιστώνει ότι η προσπάθειά του στο θέατρο δεν αποδίδει, τουλάχιστον όσο ο ίδιος περίμενε, επιλέγει να ανέβει στο κάρρο, στο οποίο μέχρι τότε –συνήθως– ανέβαιναν οι περίφημοι Φασουλήδες. Εμφανίζεται πρώτος και μόνος να διατρέχει τους δρόμους των Αθηνών, μεταφέροντας στο σανίδι του κάρρου τις κωμωδίες του. Τότε οι εφημερίδες κάνουν λόγο για τον «Ποιητή του Κάρρου», χαρακτηρισμός που θα τον συνοδεύει για πάντα.
Απήγγελλε στίχους μεστούς κακεντρεχείας, εναντίον των εγκατασταθέντων εν Αθήναις ομογενών
Η ζωή του Παναγιώτη Θεοδοσίου ήταν μία ατελείωτη και καυστικότατη σάτιρα. Μια σάτιρα η οποία τις περισσότερες φορές, εάν όχι πάντα, είχε βαθιές πολιτικές ρίζες. Στο στόχαστρό του βρίσκονταν οι πάντες και τα πάντα. Από τις υπηρέτριες της Πλάκας και τις «βυζάχτρες» της Βλασσαρούς μέχρι την Εκκλησία, τη Βουλή, τους βουλευτές ή ακόμη και τους μπακάληδες της γειτονιάς…
Αναμφισβήτητα, η εμφάνιση του Χαρίλαου Τρικούπη στην πολιτική σκηνή υπήρξε ορόσημο. Από τότε παρατηρείται αξιοσημείωτη πρόοδος σε όλες τις κοινωνικές εκδηλώσεις. Επίκεντρο της κίνησης αυτής υπήρξε η Αθήνα. Είναι η εποχή που πολλοί Έλληνες ομογενείς, με σημαντικές περιουσίες, έρχονταν για να εγκατασταθούν στην αναπτυσσόμενη και πολλά υποσχόμενη πρωτεύουσα, μεταφέροντας και τις συνήθειες της ευρωπαϊκής ζωής.
Πλούτος και πολυτέλεια, χαρακτηριστικά μάλλον άγνωστα στη μικρή και φτωχή κοινωνία της ελληνικής πρωτεύουσας, η οποία ήταν συνηθισμένη σε εκδηλώσεις «χαμηλών τόνων», σε οικογενειακές ή γειτονικές συναθροίσεις.
Οι πολυτάλαντοι ομογενείς δεν ήταν όλοι πρότυπα ευγενείας και λεπτότητας. Επιδείκνυαν προκλητικά τα πλούτη τους και εισήγαγαν νέα ήθη που προσέβαλλαν το τοπικό αίσθημα και προκαλούσαν σκάνδαλα και οξείες επιθέσεις του Τύπου. Σατιρίζονταν και γελοιογραφούνταν, κυρίως από τον Κεφαλλονίτη δημοσιογράφο και γελοιογράφο Θέμο Άννινο (1845-1916), με τρόπο που τους γελοιοποιούσε. Και οι επιθέσεις έπαιρναν τη μορφή κοινωνικού σκανδάλου, δεδομένου ότι οι περισσότεροι προέρχονταν από τον τραπεζικό και εμπορικό κόσμο, αναμειγνύονταν ή δημιουργούσαν επιχειρήσεις και αύξαναν την περιουσία τους στο Χρηματιστήριο, το οποίο, σημειωτέον, ιδρύθηκε το 1876. Τότε, λοιπόν, ο λαός τούς κόλλησε το παρατσούκλι «Χρυσοκάνθαροι», δηλαδή κατσαρίδες που χρύσιζαν!
Στην πραγματικότητα, την ονομασία χρησιμοποίησε πρώτος, για ένα συγκεκριμένο πρόσωπο, ο δημοσιογράφος Στέφανος Ξένος (1821-1894), ο οποίος κυριολεκτικά τους μισούσε. Η λέξη «πολιτογραφήθηκε» αμέσως και από τότε χρησιμοποιήθηκε ως γενική διάκριση ολόκληρης αυτής της τάξης των ανθρώπων, στους οποίους πρέπει να αναγνωριστεί ότι συνετέλεσαν στην ανάπτυξη της νέας κοινωνικής ζωής των Αθηνών. Στην τάξη αυτή έδειχναν προτίμηση τόσο ο Χαρίλαος Τρικούπης όσο και ο Βασιλιάς Γεώργιος Α΄. Ο δεύτερος, μάλιστα, παρακάμπτοντας το αυστηρό βασιλικό πρωτόκολλο της πρώτης δυναστείας, εκδήλωνε ιδιαίτερη εύνοια σε ορισμένα πρόσωπα –όπως ήταν ο Ανδρέας Συγγρός–, τα οποία «υπέστησαν διά τούτο δεινούς ονειδισμούς». Σε εκείνους που πρωταγωνιστούσαν στους εν λόγω «ονειδισμούς» περιλαμβάνονταν ο Παναγιώτης Θεοδοσίου και η παρέα του, «οι οποίοι απήγγελλον στίχους μεστούς κακεντρεχείας, εναντίον των εγκατασταθέντων εν Αθήναις ομογενών».
Σώθηκε ακόμη ένα περιστατικό που δίνει ανάγλυφα την έντονη κριτική που άσκησε ο Παναγιώτης Θεοδοσίου στους «Χρυσοκανθάρους» από το περιοδικό «ΜΠΟΥΚΕΤΟ»: «Ο Θεοδοσίου εσατύρισε μια πολύ γνωστή τότε Φαναριώτικη οικογένεια των Αθηνών. Επρόκειτο για κάποιον πλούσιο και την κόρη του, οι οποίοι έβγαιναν τακτικά ιππασία, πράγμα που ήταν λίγο παράξενο για τους τότε Αθηναίους. Ο Θεοδοσίου λοιπόν ντύθηκε με φράκο και ψηλό καπέλλο, μεταμφίεσε το πρόσωπό του με ψεύτικα γένεια, όπως του πλούσιου εκείνου, πήρε και την Τρελλοκατερίνα του επάνω σ’ ένα γαϊδούρι και παρήλασε καβάλλα κι’ αυτός σ’ ένα άλλο, εμπρός από την Επιτροπή. Και ο κόσμος ο οποίος δεν εχώνευε τις επιδείξεις του πλούσιου Φαναριώτη, τον αποθέωσε κυριολεκτικώς. Χειροκροτήματα, ζητωκραυγές. Ο Θεοδοσίου ποζάτος και ασυγκίνητος, σαν τον πλούσιο Φαναριώτη, εξακολουθούσε τον δρόμο του, έχοντας μία μεγάλη επιγραφή πίσω από τα νώτα του γαϊδάρου του, που έλεγε: ΟΙ ΑΦΕΝΤΑΔΕΣ».
Δεδομένου ότι το σύνολο σχεδόν των «Χρυσοκανθάρων» ανήκε στο κόμμα του Χαριλάου Τρικούπη, οι αντίθετοι τους περιφρονούσαν ή προσποιούνταν ότι τους περιφρονούσαν. Η επιθετικότατη εφημερίδα «ΧΩΡΑ» τούς αποκαλούσε «χαβιαροχανίτας», «αποβράσματα του Γαλατά», «χρυσογαϊδάρους», υποστήριζε ότι γέμιζαν την ατμόσφαιρα της πόλης με δυσοσμία και παρουσίαζε την Αθήνα ως εστία βαναυσότητας, η οποία, όπως έγραψε ο Θ. Βελλιανίτης, ήταν «ξένη προς τον αγαθόν και μετριοπαθή χαρακτήρα των κατοίκων». Οι επιθέσεις αυτές δεν εμπόδισαν τη ζωή να κυλήσει, ενώ με το πέρασμα του χρόνου η προσωνυμία «Χρυσοκάνθαροι» έχασε τη χλευαστική της χροιά και απέμεινε να χαρακτηρίζει τους ομογενείς που προσέρχονταν από το εξωτερικό, χωρίς πλέον να θεωρείται εμπαιγμός. Και όπως συμβαίνει πάντα, η τάξη των «Χρυσοκανθάρων» συγχωνεύθηκε με τις υπόλοιπες κοινωνικές ομάδες, ενώ οι επιγαμίες με το τοπικό στοιχείο εξαφάνισαν εντελώς το προσβλητικό προσωνύμιο.
Η δράση του Θεοδοσίου
Ο θεατρικός συγγραφέας, ευθυμογράφος, σατιρικός ποιητής και δημοσιογράφος Δημήτρης Γιαννουκάκης (Αθήνα 1899-1974) διέσωσε πλήθος πληροφοριών για τη δράση του Π. Θεοδοσίου και γενικότερα για πολλές άγνωστες πτυχές της κοινωνικής και λαογραφικής ιστορίας της κοινωνίας της πρωτεύουσας κατά τα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα.
«Η φράσις Στίχοι του Κάρρου έχει γίνει παροιμιώδης και λέγεται ακόμα και σήμερα, οφείλει όμως την γέννησί της στον περιλάλητο Θεοδοσίου, ο οποίος ανεβασμένος μόνος του σ’ ένα κάρρο περιφερόταν στους δρόμους της Αθήνας και απήγγελλε με στόμφο στίχους αυτοσχέδιους», έγραφε ο Δ. Γιαννουκάκης, συμπληρώνοντας ότι οι στίχοι του ήταν πάντα επίκαιροι για τη συνοικία στην οποία βρισκότανε. Και έλεγε λόγου χάριν ο Θεοδοσίου:
«Ευρίσκομαι στην Βλασαρού
που την πεθύμησα από καιρού.
Τι γίνεσθε, αγαπητοί μου φίλοι;
Ο κύριος Δήμαρχος που οφείλει
να σας φτιάξη τους δρόμους
σηκώνει αδιάφορος τους ώμους.
–Μπράβο Θεοδοσίου… ωρυόταν το πλήθος. Και ο ποιητής του Κάρρου εξακολουθούσε στον ίδιο ρυθμό, στο ίδιο πάντοτε μοτίβο».
Κρατούσε στο πόδι χιλιάδες ανθρώπους:
Πολιτευόμενοι θα ζηλεύσουν αυτήν την αποθέωσιν
Οι παραστάσεις που έδινε ο Θεοδοσίου επί του κάρρου του στους δρόμους των Αθηνών, είχαν, σχεδόν πάντα, πολιτικές διαστάσεις.
«Κλαπαδόρα, γραν κάσσα, διαδήλωσις και ζητωκραυγαί.
– Τι τρέχει;
Σκύβετε εις το παράθυρον και βλέπετε τον Θεοδοσίου όρθιον επάνω εις το κάρρον του, ακολουθούσης εν αλαλαγμοίς όλης της μαρίδας των δημοτικών σχολείων. Πόσοι πολιτευόμενοι θα ζηλεύσουν αυτήν την αποθέωσιν! Ο Θεοδοσίου βγάζει εν μέσω της δόξης το φαιόν του υψηλόν καπέλλο και χαιρετά τον λαόν. Ο δε λαός τον
ακολουθεί, όπως δεν ηκολούθησε κανένα βουλευτήν».
Η εικόνα στη συλλογική μνήμη
Ο Τάσος Αυλωνίτης στην εφημερίδα «ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ ΜΕΛΛΟΝ», το 1938, μας παρέδωσε μια αξιόπιστη μαρτυρία για την εικόνα που άφησε στη συλλογική μνήμη ο Παναγιώτης Θεοδοσίου: «Ποιος παληός Αθηναίος δεν θυμάται με συγκίνησι τον περίφημο Θεοδοσίου και τον θίασό του; Ποιος δεν θυμάται… τό κινητό θέατρό του; Ο αμίμητος αυτός Αθηναϊκός τύπος είχε μετρατρέψει σε παλκοσένικο ένα κάρρο και με τόν θίασό του, στον οποίον πρωταγωνιστούσαν αυτός και ένας Αράπης μαύρος σαν τη νύχτα, έδινε παραστάσεις.
Το έργον ήταν πάντοτε δικό του… και ἔμμετρο! Εσατύριζε δε πάντοτε τους πολιτευτάς! Τι δε θάσερνε… εξ αμάξης και στους συγχρόνους μας πολιτευτάς αν ζούσε ακόμη ο αμίμητος αυτός Αθηναϊκός τύπος!…
Η σάτυρά του όμως ήταν λεπτή μολονότι αυτός ήταν άνθρωπος του λαού, ήταν έξυπνη και ακουγόταν ευχάριστα και από τους σατυριζομένους. Κάθε Κυριακή ο πληθυσμός μαζευόταν στα Χαυτεία και στην οδό Σταδίου για να δη την παρέλασι των αρμάτων. Η Αθήνα εδονείτο τότε από την ευθυμία. Μία ευθυμία πράγματι αγνή, αυθόρμητη, όχι προσποιητή, όχι βιασμένη».