ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ
Από τα χρόνια ακόμη του Όθωνα, η λαϊκή, θυμόσοφη, αθυρόστομη και σκωπτική σάτιρα κυκλοφορεί στους δρόμους της ελληνικής πρωτεύουσας, μέσω βραχύβιων ή λαθρόβιων εντύπων και συνεχίζει να βρίσκει την έκφρασή της σε έντυπα ιδιαίτερα μεγάλης κυκλοφορίας τη δεκαετία του 1870. Ωστόσο, γενικότερα, οι δεκαετίες 1870-80 είναι σημαντικές για τον ελληνικό Τύπο, και ειδικότερα για τον σατιρικό, ο οποίος, σκεπασμένος από την παρουσία του «ΡΩΜΗΟΥ» του Σουρή, διαμορφώνει ένα είδος λόγιας σάτιρας. Ανάμεσα στα δεκάδες σατιρικά έντυπα που εκδίδονται εκείνη την εποχή εμφανίζεται και «Ο Μικρός Ρωμηός», η «Εφημερίς που δεν την γράφει ο Σουρής» (1886-1916).
Η παρουσίαση της έμμετρης αυτής σατιρικής εφημερίδας είναι δυσχερέστατη, όπως όλων των λαϊκών έντυπων του 19ου αιώνα. Ο Π. Θεοδοσίου δεν κατέλιπε οργανωμένο αρχείο. Τυχόν σωζόμενα φύλλα και τεκμήρια θάφτηκαν σε ένα ανήλιαγο υπόγειο των Πετραλώνων. Στη Βιβλιοθήκη της Βουλής σώζεται μόνον το πρώτο φύλλο, ενώ στο πλουσιότατο Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο (Ε.Λ.Ι.Α.) σώζεται επίσης μόνον ένα φύλλο!
Από το υλικό που διαθέτουμε και το πλήθος των κειμένων όσων ασχολήθηκαν μπορούμε, ωστόσο, να δώσουμε μια αξιόπιστη εικόνα. Εικόνα που «μυρίζει» Αθήνα, αποδίδει το κλίμα μιας ταραγμένης, αλλά δημιουργικής εποχής, καθώς και το πνεύμα ενός ανήσυχου και ονειροπόλου ταξιδιώτη της ζωής. Η περίοδος έκδοσης του «Μικρού Ρωμηού», δηλαδή τα φύλλα που εκδόθηκαν από τον Π. Θεοδοσίου, ήταν τριακονταετής (1886-1916). Μπορεί, δε, να χωριστεί σε τρεις μικρότερες υποπεριόδους, που έχουν σχέση με την εικόνα, τη μορφή, το περιεχόμενο, την ποιότητα του «Μικρού Ρωμηού», και συνδέονται, βεβαίως, και με την πορεία του εκδότη του. Η πρώτη περίοδος, η οποία διήρκεσε περίπου τέσσερα χρόνια (μέχρι τις αρχές 1890), είναι ίσως η καλύτερη. Το έντυπο εμφανίζεται με όλα τα κείμενα έμμετρα, ποικίλη ύλη, μάλλον αξιοπρεπή χαρακτήρα και η έκδοσή του είναι ικανοποιητικά τακτική.
Τη δεύτερη περίοδο, μέχρι το 1906, ο Π. Θεοδοσίου αναπτύσσει και άλλες δραστηριότητες, εκφράζεται χειμαρρωδώς μέσω του κάρρου και των υπαίθριων παραστάσεών του, παραμένει πολιτικοποιημένος, αλλά πολλές φορές αποστασιοποιείται από τα πολιτικά πρόσωπα της επικαιρότητας. Ασκεί δριμύτατη κριτική στο σύστημα και το φύλλο παίρνει τη γραφική μορφή του τοπικού εντύπου, αντλώντας τη θεματολογία του από τη ζωή στις γειτονιές του Ψυρρή, της Πλάκας, του Θησείου και των Πετραλώνων και γενικότερα των δυτικών Αθηνών. Κεφάτος και περιπετειώδης, αναφέρεται στους καημούς και τα προβλήματα της γειτονιάς, περιγράφει την καθημερινότητά της, αγκαλιάζει την ταλαιπωρία και τον μικρόκοσμο και αποδίδει την εικόνα ενός κόσμου που φεύγει και χάνεται ανεπιστρεπτί.
Η τρίτη δεκαετής περίοδος, η οποία ξεκινά από το 1906, είναι μάλλον η πλέον αδιάφορη. Το έντυπο αλλάζει μορφή, αλλά και ιδιοκτησιακό καθεστώς. Ο Π. Θεοδοσίου δεν έχει πλέον τη δυνατότητα να το συντηρεί. Σε αυτή τη «λαθρόβια», όπως χαρακτηρίστηκε η «ανώμαλη» από απόψεως χρόνου, έκδοσή του, συνεταιρίζεται με πρόσωπα τα οποία συμμετείχαν και στις υπόλοιπες δραστηριότητές του, κυρίως, δε, με τον Γ. Νιώτη. Πάντως, οι αναφορές του εντύπου επεκτείνονται και στο επίνειο, τον Πειραιά, όπου ο Π. Θεοδοσίου είχε αναπτύξει επαγγελματικές δραστηριότητες.
Το φύλλον μας Μικρός Ρωμηός
ο κουβαρντάς κ’ ωμορφονιός
Πολλοί ήταν εκείνοι που επιθυμούσαν να αντλήσουν λίγη δόξα χρησιμοποιώντας παραλλαγές που θύμιζαν τον δημοφιλή «Ρωμηό» του Σουρή.
Η πληροφορία ότι θα εκδοθεί εφημερίδα με τον τίτλο «Ο Μικρός Ρωμηός» κυκλοφόρησε πολύ νωρίς στη μικρή πρωτεύουσα. Το καλοκαίρι του 1886 η ιδέα είχε ήδη ωριμάσει για τον Π. Θεοδοσίου, αλλά και σε κύκλους προσκείμενους στον Δήμαρχο Αθηναίων Δ. Σούτσο και σε «Αττικάρχες», που πρόσκειντο στο κόμμα του Θεόδωρου Δηλιγιάννη.
Την Πέμπτη στις 9 Οκτωβρίου 1886 εκδίδεται το πρώτο φύλλο, στο οποίο πουθενά δεν αναφέρεται ο Παναγιώτης Θεοδοσίου, αλλά αρκείται στην αναφορά «ΡΩΜΗΟΣ ΜΙΚΡΟΣ ΕΦΗΜΕΡΙΣ – ΠΟΥ ΔΕΝ ΤΗΝ ΓΡΑΦΕΙ Ο ΣΟΥΡΗΣ». Αυτό ήταν εξάλλου και το μείζον ζήτημα. Αντιγράφοντας τον τύπο του Γ. Σουρή, θα γράψει στον υπότιτλο:
«Εν Αθήναις έτος πρώτον Χίλια οκτακόσια ογδοήντα έξη
εν τη χώρα των γελώτων έτος που καθένας ρόλο θενά παίξη».
Και παρακάτω:
«Του 8βριου είνε εννιά, Αριθμός μας είνε πρώτος
και μας αρχίζει η χειμωνιά κι’ όλοι τρέχωμεν στο σκότος».
Στο τέλος της πρώτης τετρασέλιδης έκδοσης και μέσα σε περίγραμμα αναφέρονται ενδιαφέροντα στοιχεία για τη διεύθυνση της εφημερίδας:
«Το φύλλον μας “Μικρός Ρωμηός” = ο κουβαρντάς κ’ ωμορφονιός
έχ’ ιδρύσει τα γραφεία = για την αλληλογραφία
στην ωραία μας Αθήνα = επί της οδού του Σίνα
Ένδεκα τον αριθμό = συνορεύει με σταθμό
αμαξάδων, κι’ άπ’ εκεί = με την Αστυκλινική
με πλευράν νοσοκομείου = κι’ αίθουσαν ανατομείου».
Ήταν αδύνατον, βεβαίως, στο πρώτο φύλλο να μην ασχοληθεί και με τον Γ. Σουρή! Μας τον παρουσιάζει, λοιπόν, να πληροφορείται την έκδοση του «Μικρού Ρωμηού», να… τρομοκρατείται και στο τέλος σχεδόν να… λιποθυμά! Στον Γ. Σουρή αποδίδει τη διαπίστωση πως, όταν πήρε στα χέρια του τον «Μικρό Ρωμηό», έχασε τον νου του, διότι αντίκρισε έναν Ρωμηό «αυτοκασίγνητο», δηλαδή έναν αδελφό, έναν ομομήτριο Ρωμηό που θα είχε τον ίδιο προορισμό!
«Σουρής: Επειδή αυτός “Ρωμηός Μικρός” καλείται
όμως τας εντυπώσεις μου αν θέλετε να ’δήτε
ακούσατε και τα εξής• Ηγόρασα εν φύλλον
αφού για τούτο έδωκα δεκάραν έστω δήλον
και φευ! τι είδον εν αυτώ!!! αλλ’ έχασα τον νου μου
Ρωμηόν αυτοκασίγνητον ορώ του ιδικού μου
και μικρού δειν, ω φίλοι μου, απόπληκτος να μείνω
όταν το φύλλο του Ρωμηού απήντησα εκείνο».
«Ο Μικρός Ρωμηός» στη γειτονιά του Ψυρρή
«Ο Μικρός Ρωμηός» ήταν έντυπο που απευθυνόταν σε όλους τους Αθηναίους και τις Αθηναίες. Περισσότερο, όμως, αφορούσε τις γειτονιές του Ψυρρή, της Πλάκας και των Πετραλώνων, όπου τριγυρνούσε όλη την ημέρα ο Θεοδοσίου. Περισσότερο απ’ όλες, εκείνη του Ψυρρή ήταν η αγαπημένη του και ο κύριος τόπος δράσης του. «Ο Μικρός Ρωμηός έγινε σιγά σιγά το επίσημο πολιτικοσατυρικό όργανο του Ψυρρή, σατιρίζοντας όλη την κίνηση της συνοικίας αυτής», επισημαίνει ο δημοσιογράφος Ιωάννης Ριβουάρ. Σημαντικό είναι, επίσης, να καταγραφεί και ο τρόπος με τον οποίο πωλείτο η εφημερίδα, για να γίνει φανερό ότι ο Π. Θεοδοσίου είχε εφεύρει έναν δικό του μηχανισμό ώστε το έντυπο να φτάνει στα χέρια των «ενδιαφερομένων». Έτσι, αφενός θα κατανοήσουμε την εμμονή του να σχολιάζει τα μικρογεγονότα της γειτονιάς και αφετέρου θα διαπιστώσουμε τους τρόπους με τους οποίους εξοικονομούσε τα έξοδα για την έκδοσή του. Ταυτόχρονα, όμως, ανιχνεύονται και οι λόγοι για τους οποίους είναι τόσο δυσεύρετα σήμερα τα αντίτυπα της εφημερίδας.
Το αγοραστικό κοινό του «Μικρού Ρωμηού» ήταν όσοι κατοικούσαν, εργάζονταν και γνώριζαν πρόσωπα και πράγματα στις αγαπημένες του γειτονιές, οι μικρομαγαζάτορες, οι έμποροι, οι κάτοικοι. Για να τους κεντρίσει το ενδιαφέρον συγκέντρωσε όλα τα χαμίνια της γειτονιάς και τους λαϊκούς τύπους, με τους οποίους είχε καθημερινή επαφή. Οι περισσότεροι είχαν τεθεί «υπό την προστασία του», ενώ δεν είναι λίγες οι περιγραφές που τον εμφανίζουν να συναγελάζεται καθημερινά μαζί τους και να τους κερνά τα «απαραίτητα».
Τα δαιμόνια χαμίνια-πωλητές του «Μικρού Ρωμηού» ξεσήκωναν την πόλη με τις φωνές τους, ενώ φαίνεται πως διασκέδαζαν με πολλούς τρόπους.
Είκοσι περίπου χρόνια μετά τον θάνατο του (1938), οι μνήμες ήταν νωπές και οι εφημερίδες, συχνά πυκνά, παρουσίαζαν παραστατικά τον ρόλο που είχε διαδραματίσει ο Θεοδοσίου και «Ο Μικρός Ρωμηός» του στην αθηναϊκή κοινωνία:
«“Ο Μικρός Ρωμηός” ήταν, όπως έγραφε στην επικεφαλίδα “Εντρύφημα λαού περιουσίου, συντάκτης και υπεύθυνος ο Π. Θεοδοσίου”. Είναι αφάνταστος η επιτυχία του μικρού σατυρικού εντύπου, αλλά και η επιρροή την οποίαν ασκούσε στη λαϊκή γειτονιά της Πρωτευούσης, βγάζοντας κάθε τόσο τα μικροκουτσουμπολιά, τα σκανδαλάκια, την… κοσμική της κίνησι, στα φόρα. Ήταν ο φόβος και ο τρόμος για τις γλωσσούδες γειτόνισσες, τις εύθυμες ζωντοχήρες, τα φυντάνια της εποχής, τα δουλικά και τα ερωτευμένα μοδιστρόνια. Πώς τα εμάθαινε, πού τα εξετρύπωνε, πώς τα εξεψάχνιζε όλα αυτά, σκανδαλάκια, γυναικοκαυγάδες, ερωτοδουλειές κ.λπ. είνε άξιον απορίας».