Φιλοδώρημα στους σερβιτόρους και με Νομοθετικό Διάταγμα
Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς.
Το «μπαχτσίσι» ή «μπαξίσι», ανατολίτικο απομεινάρι, το οποίο όταν εξευγενίστηκε έλαβε την εύηχη ονομασία «φιλοδώρημα», έχει τόσο πλούσια ιστορία ώστε θα άξιζε να τιμηθεί με μια μονογραφία. Μία από τις σελίδες της γράφτηκε το 1927, όταν με Διάταγμα καθιερώθηκε ως υποχρεωτικό, προκαλώντας μάλιστα και ενδοκυβερνητικό πόλεμο. Ήταν το αποτέλεσμα της πενταετούς προσπάθειας που είχαν ξεκινήσει τα Συνδικάτα, τα οποία το 1922 πέτυχαν να υπογραφεί «Πρωτόκολλον περί καθορισμού φιλοδωρήματος» με τον Υπουργό Εθνικής Οικονομίας Λουκά Κανακάρη – Ρούφο.
Ήταν όμως ένα απλό «πρωτόκολλο» και λίγα χρόνια αργότερα, τον Ιούλιο 1927, η Αγορανομία διαπίστωνε πως αυθαίρετα κάτω από τους λογαριασμούς οι σερβιτόροι είχαν καθιερώσει να προσθέτουν «ποσοστόν δέκα τοις εκατό διά το εις αυτούς χορηγούμενον κατ’ έθιμον φιλοδώρημα». Μετά τη διαπίστωση το Υπουργείο Εσωτερικών εξέδωσε εγκύκλιο, με την εντολή να γίνονται έλεγχοι και να παραπέμπονται για αισχροκέρδεια οι δράστες. Πάλι όμως κινητοποιήθηκαν τα Σωματεία και πέτυχαν την έκδοση Διατάγματος αυτή τη φορά για είναι κατοχυρωμένοι. Το Διάταγμα ήταν ξεκάθαρο: «Διά τους πελάτας το φιλοδώρημα είναι υποχρεωτικόν»!
Παρά το γεγονός ότι επρόκειτο για Νομοθετικό Διάταγμα που είχε εγκριθεί από το Υπουργικό Συμβούλιο και δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ο τότε Υπουργός Εθνικής Οικονομίας Γεώργιος Καφαντάρης αντέδρασε, δηλώνοντας πως θα αντιταχθεί στην εφαρμογή του «διότι το Υπουργείον εμμένει εις την άποψίν του ότι η παροχή του φιλοδωρήματος δέον να είναι προαιρετική». Απειλούσε δε ότι ακόμη και σε περίπτωση που η Βουλή, κάτω από πιέσεις, δεν θα δεχόταν τις τροποποιήσεις του, εκείνος με υπουργικές αποφάσεις θα μείωνε το ποσοστό του φιλοδωρήματος…
Από τότε εκδόθηκαν Προεδρικά Διατάγματα, Νόμοι, Υπουργικές Αποφάσεις, δεκάδες εγκύκλιοι από διαφορετικά υπουργεία, αλλά και πορίσματα επιτροπών με μεγαλόστομες και υπερφίαλες κρίσεις ακόμη και περί συνταγματικότητας ή μη του φιλοδωρήματος. Στην πραγματικότητα, όμως, το «μπαξίσι» παραμένει «μπαξίσι» μέχρι τις ημέρες μας…