Το πανηγύρι της Αγίας Βαρβάρας
Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς.
Μέχρι τα τελευταία προπολεμικά χρόνια τον μεγάλο Ελαιώνα των Αθηνών περνούσαν καραβάνια προσκυνητών που κατευθύνονταν στον Nαό της Αγίας Βαρβάρας, στις υπώρειες του Κατσικοβουνιού του Κορυδαλλού. Τετράτροχα αμάξια και αυτοκίνητα συνωστίζονταν στην Ιερά Οδό για να συμμετάσχουν στο παναθηναϊκό προσκύνημα αφού ήταν ένα από τα τελευταία μεγάλα αγροτικά πανηγύρια στην Αττική. Μητέρες και θυγατέρες επικαλούνταν το όνομα της Αγίας Βαρβάρας στις ατυχίες, στις ασθένειες, στους ψυχικούς και σωματικούς πόνους. Ο κόσμος ξενυχτούσε στα πολυάριθμα κελιά του μεγάλου τετράγωνου περίβολου και εντός της εκκλησίας.
Μικροπωλητές έφερναν τρόφιμα και ποτά για τους πανηγυριστές, συνεχίζοντας μακρά παράδοση όταν τα υπόλοιπα εξοχικά πανηγύρια εξέλιπαν. Από τον 18ο αιώνα ακόμη ήταν γνωστή η παρουσία του εκκλησιδίου που ήταν λείψανο κάποιας παλαιάς μονής και ήταν χωμένο περίπου ογδόντα εκατοστά μέσα στη γη. Χρησίμευε δε, ως καταφύγιο για έναν ποιμένα και τα πρόβατά του. Γραφική λαϊκή παράδοση τυλίγει την ιστορία της σημερινής εκκλησίας. Σύμφωνα με την παράδοση, τη δεκαετία του 1880, είδε στον ύπνο του όραμα που οδήγησε δύο γνωστές Πειραιώτισσες στην ανεύρεση της εικόνας στο δεξί μέρος της εισόδου της εκκλησούλας. Από τότε ο τόπος μετατράπηκε σε λαϊκό προσκύνημα, το οποίο γιγαντώθηκε στα τέλη του 1899 με θαύμα που αφορούσε την Σοφία Βέλλα, θυγατέρα γνωστής και εύπορης πειραϊκής οικογένειας.
Με δαπάνες των πιστών άρχισε η ανέγερση νέου περικαλλούς ναού, ενώ το κοντινό Πυριτιδοποιείο φρόντισε για την ανέγερση του κωδωνοστασίου. Ο Ναός αποπερατώθηκε το 1904 χωρισμένος σε τρία κλίτη. Δεξιά σε παρεκκλήσι του Αγίου Φανουρίου, αριστερά της Αγίας Μαύρας και στο κέντρο το κυρίως τμήμα της Αγίας Βαρβάρας, με τα απομεινάρια του παλαιού ναΐσκου. Αλλά και ο ναός της Αγίας Βαρβάρας είχε τελικά την τύχη των άλλων εξωκκλησιών που συμπεριλήφθηκαν στους οικισμούς που επεκτείνονταν.