Η εμφάνιση του Φασουλή και του Πασχάλη και ο «πρύτανης των ανδρεικέλων» Χρήστος Κονιτσιώτης
Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Τα καλοκαιρινά βράδια στα τέλη 19ου-αρχές του 20ού αιώνα τα θεατράκια των Αθηνών πλημμύριζαν από κόσμο που έσπευδε να παρακολουθήσει τις παραστάσεις τους. Είναι η εποχή που οι Αθηναίοι διψούν για διασκέδαση, γεγονός που «αναζωογονεί» τα λαϊκά θεάματα, γνωρίζοντας τη σημαντικότερη ίσως ακμή τους στη σύντομη νεοελληνική ιστορία. Σε κάθε γωνιά, σε κάθε δρομίσκο υπήρχε και ένα θεατρικό πρόγραμμα, μια σκηνή και ένας ηθοποιός. Και το φιλοθεάμον κοινό προσπαθούσε να γνωρίσει την τέρψη ακόμα και από τις χαραμάδες των σανίδων ή από τα δένδρα των οδών και των πλατειών που περιέβαλαν τα θέατρα. Ένα, δε, από τα θεάματα που υπήρξαν ιδιαίτερα δημοφιλή και προκαλούσαν πραγματική «θεατροπλημμύρα» ήταν τα ανδρείκελα. Η ιστορία τους πλούσια και άγραφτη περιμένει τους ερευνητές να την αποκαλύψουν.
Κουκλοθέατρο:
Ανδρείκελα και νευρόσπαστα
«Ανδρείκελα», ή αλλιώς «νευρόσπαστα», αποκαλούνται οι μαριονέτες, δηλαδή οι κούκλες που κινούνται με το χέρι ή με νήματα. Η ιστορία προέλευσής τους δεν είναι γνωστή. Τα «νευρόσπαστα» έφτασαν στην Κέρκυρα και τη Ζάκυνθο μέσω ενός Ιταλού τυχοδιώκτη, από τον οποίο παρέλαβε την τέχνη ο Ανδρέας Στραβός. Από τα Επτάνησα πέρασαν στον Πειραιά και από εκεί στην Αθήνα περίπου το 1870. Στο θέατρο των «ανδρεικέλων» οι ήρωες είναι συνήθως δύο –στην Ελλάδα Φασουλής και Περικλέτος– και ουσιαστικά εμφανίζεται μόνον το κεφάλι και από την άκρη του πέφτει στο υπόλοιπο σώμα ύφασμα. Από κάτω βάζει το χέρι του ο καλλιτέχνης και κινεί τις κούκλες. Είναι αγαπητό στα παιδιά, διασκεδαστικό σύντομο.
Στο θέατρο των «νευρόσπαστων» συμμετέχουν περισσότεροι ήρωες, παίζεται σε κανονική σκηνή, με μουσική και σκηνικά. Οι μαριονέτες, δηλαδή οι κούκλες είναι πιο τέλειες κα κινούνται με νήματα. Οι παραστάσεις του είναι πολλές φορές υψηλού επιπέδου, με κανονικούς ηθοποιούς στις φωνές. Κύριο πρόσωπο των ανδρεικέλων υπήρξε ο Φασουλής. Πανούργος, θυμόσοφος και με οξεία αντίληψη, αλλά ταυτοχρόνως ασχημοπρόσωπος, μονόφθαλμος, με τεράστια και οζώδη μύτη, φορούσε φέσι ψηλό με μακρύ θύσανο (:φούντα), τον οποίο με γρήγορες κινήσεις του κεφαλιού περιέστρεφε για να δηλώσει ευχαρίστηση, πονηρές ή τολμηρές σκέψεις και έναρξη επίθεσης. Παρά το γεγονός ότι το ευρύ και σύγχρονο κοινό τον έχει συνδέσει με τον ήρωα του Γεωργίου Σουρή, η ιστορία του είναι προγενέστερη και αφορά την εισαγωγή των μαριονεττών στην Ελλάδα.
Όσο για τον πρωταγωνιστή μας Φασουλή, ο πάντα αξιόπιστος Χαράλαμπος Άννινος μας παρέδωσε ότι «δεν είνε γέννημα και θρέμμα της Ελλάδος, με όλην την δημοτικότητα ης απολαύει σήμερον (σ.σ.: 1888) και την επίσημον πολιτογράφησιν ην παρέσχεν αυτώ η χαριέσσα μούσα του κ. Σουρή». Υποστηρίζει, δε, ότι είναι ιταλικής προελεύσεως, παραδίδοντας πλούσια στοιχεία, και πως εισήχθη στην Ελλάδα, μέσω Κερκύρας, περίπου το 1868, «ότε Κερκυραίος τις συνέλαβε την επίνοιαν να κατασκευάση πλαγγόνας κατ’ απομίμησιν των ιταλικών, να περιφέρη την κινητήν σκηνήν του εις τας διαφόρους επαρχίας της Ελλάδος και να παρέχη εις το κοινόν μ’ εγγαστρίμυθον φωνήν εκ του προχείρου παραστάσεις κοινοτάτων τινων κωμωδιών». Στον πλάνητα εκείνον θεατρώνη αποδίδει την απόδοση του ονόματος Φασουλής και στους άλλους ήρωες τα ονόματα, Περικλής, κατόπιν Περικλέτος, Ανδροφίλης κ.ά.
«Ο Πρύτανις των Ανδρεικέλων»
Εκείνος που διέπρεψε στο «Θέατρο των Ανδρεικέλων» ήταν ο Χρήστος Κονιτσιώτης (περ. 1870-1929), λαϊκός καλλιτέχνης με πλούσια καριέρα. «Ο Πρύτανις των Ανδρεικέλων» εισήγαγε έναν νέον ήρωα, τον Πασχάλη, ο οποίος, ως αντικαταστάτης του Φασουλή, διασκέδασε επί πολλά χρόνια και γοήτευσε την αθηναϊκή κοινωνία και πλήθος διανοουμένων, ενώ συντρόφευε και τις περιοχές που βρίσκονταν ακόμη εκτός ελληνικών συνόρων. Οι χρονογράφοι της εποχής έγραφαν ότι «είναι πλέον o πανελλήνιος Φασουλής». Το 1901-2, ο Κονιτσιώτης με το θεατράκι του που ήταν στημένο εκεί όπου σήμερα συμβάλλουν οι οδοί Αναγνωστοπούλου και Πινδάρου μετέτρεψε τη Δεξαμενή σε «ένα είδος ψυχοθεραπευτηρίου διά τον λαόν».
Τρία χρόνια αργότερα θα βρεθεί στην πλατεία Κουμουνδούρου για να συνεχίσει τις παραστάσεις του με τον περίφημο Πασχάλη, αποσπώντας διθυραμβικές κριτικές από τον Τύπο: «Εάν εγράφετο θεατρική ιστορία και εζητείτο κάποιο όνομα να μπη ως σφραγίς της θεατρικής εποχής ενδοιασμός δεν θα υπήρχε. Στερρά τη χειρί θα εχάραττεν όστις δήποτε από του διανοητικωτέρου λογίου μέχρι του πλέον απλοϊκού ένα και το αυτό όνομα: Πασχάλης. Ο Πασχάλης και μόνον δύναται να διεκδικήση την δόξαν και να δώση το όνομά του εις την εποχήν. Και όταν λέγωμεν Πασχάλης λέγομεν Κονιτσιώτης. Ο Πασχάλης θα έπρεπε να έχη κάποιο επώνυμον καθώς και ο Κονιτσιώτης, θα είχε βέβαια ένα μικρόν όνομα. Η ασυναίσθητος όσω και βαθεία λαϊκή κριτική εύρε την σχέσιν μεταξύ αυτών των δύο και σοφώτατα ήνωσε τας δύο δόξας: Πασχάλης Κονιτσιώτης».
Μέσα σε λίγο διάστημα, ο Κονιτσιώτης κατόρθωσε να αυξήσει κατά πολύ τον αριθμό των μελών του ξύλινου θιάσου του και διασκεύασε ακόμη και κλασικά έργα όπως κωμωδίες του Μολιέρου, έργα του Σίλερ, καθώς και δικά του. Όταν ο Κονιτσιώτης έφυγε από τη ζωή, λόγω της αδιαφορίας του επίσημου κράτους οι ξύλινοι θεατρίνοι του πωλήθηκαν μέσω μικρών αγγελιών στις εφημερίδες.