«Λαϊκά Υπνωτήρια» για τα «ναυάγια» της ζωής Η δημιουργία ειδικών χώρων το 1937 για τους αστέγους
του Ελευθερίου Γ. Σκιαδά.
Τα καταλύματα και η προστασία των αστέγων απασχολεί το ελληνικό κράτος από τη γέννησή του! Όταν η Αθήνα χαρακτηριζόταν Πρωτεύουσα και Βασιλική Καθέδρα, μαζί με τον βασιλιά Όθωνα έφταναν και εκατοντάδες ρακένδυτοι πρόσφυγες αγωνιστές της Επανάστασης αναζητώντας καλύτερη τύχη.
Οι πρόσφυγες
Από τότε και μέχρι τις ημέρες μας, κυρίως σε περιόδους εθνικών και οικονομικών κρίσεων, το ζήτημα έρχεται στην επιφάνεια. Κάθε φορά που ξέσπαγε μια Επανάσταση, όπως της Κρήτης (1866-69), ένας πόλεμος, όπως ο αποκαλούμενος ατυχής του 1897, ή μια καταστροφή, όπως της Μικράς Ασίας (1922), στην Αθήνα έφθαναν χιλιάδες πρόσφυγες δημιουργώντας τεράστια στεγαστικά ζητήματα. Το ίδιο συνέβαινε και κάθε φορά που ξέσπαγε μια μεγάλη οικονομική κρίση, όπως εκείνη στις αρχές της δεκαετίας του 1930.
Τα αποτελέσματά της βίωνε για πολλά χρόνια η Αθήνα, με μεγάλο αριθμό ανθρώπων να βρίσκονται σε κατάσταση ένδειας και να παρασιτούν στην ελληνική πρωτεύουσα. Στη μακρά αυτή πορεία και καταγραφή του προβλήματος και στις προσπάθειες επίλυσής του καταγράφεται ο θεσμός των «Λαϊκών Υπνωτηρίων». Γεννήθηκε στις αρχές του 1937 και υπερείχε κατά πολύ των υποδομών που σήμερα υπάρχουν για τους αστέγους!
Ο θεσμός των «Λαϊκών Υπνωτηρίων» και οι πρώτες εγκαταστάσεις στην Αθήνα
Τι ήταν όμως τα «Λαϊκά Υπνωτήρια»; Αποτελούσαν αυτοτελές κρατικό ίδρυμα, το οποίο υπαγόταν στο υπουργείο Κρατικής Αντιλήψεως, όπως ονομαζόταν τότε το υπουργείο Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης. Διοικούνταν από Συμβούλιο και εποπτευόταν από το Πατριωτικό Ίδρυμα Κοινωνικής Πρόνοιας και Αντιλήψεως, το γνωστό σε όλους μας ΠΙΚΠΑ. Πρόεδρος του Συμβουλίου ήταν ο καθηγητής της Εγκληματολογίας Κωνσταντίνος Γαρδίκας (1896-1984), αντιπρόεδρος ο καθηγητής Ιατρικής Γεώργιος Φωτεινός (1878-1958), μέλη διακεκριμένοι άνδρες της εποχής, καθώς και ο διοικητής της Δημόσιας Ασφάλειας Παξινός!
Για πρώτη φορά ο θεσμός άρχισε να λειτουργεί στην Αθήνα, όπου και το πρόβλημα ήταν μεγαλύτερο. Για την εγκατάσταση των πρώτων «Λαϊκών Υπνωτηρίων» επιλέχθηκε μια περιοχή στην οποία είχαν εγκατασταθεί πολλές κοινωφελείς χρήσεις: λίγο παραπάνω από τις Φυλακές Αβέρωφ και ακριβώς πίσω από το Αντικαρκινικό Ινστιτούτο, το οποίο τότε ανεγειρόταν, και τις προσφυγικές πολυκατοικίες που είχαν ήδη κτιστεί. Δηλαδή, στο τότε τέρμα των Αμπελοκήπων, σχεδόν απέναντι από το σημερινό γήπεδο του Παναθηναϊκού, σε μια από τις πτέρυγες που χρησιμοποιεί σήμερα το – κατ’ όνομα– Δημοτικό Νοσοκομείο «Η Ελπίς», το οποίο τότε στέγαζε το 6ο Στρατιωτικό Νοσοκομείο.
Η στέγαση
Σε ένα από τα κτίρια, λοιπόν, του συγκροτήματος στεγαζόταν και το Δημοτικό Μαιευτήριο, το οποίο μετακινήθηκε σε παρακείμενη εγκατάσταση στις αρχές του 1936. Ήταν ένα ημιτριώροφο οίκημα, το οποίο παραχώρησε ο Δήμος Αθηναίων για τη στέγαση των «Λαϊκών Υπνωτηρίων».
Εκεί, λοιπόν, μπορούσαν 200 άστεγοι να βρίσκουν στέγη, τροφή και καθαριότητα. Oι άστεγοι –«αλήται ή άνεργοι», όπως αναφέρονταν στις εφημερίδες– προσέρχονταν τα βράδια, δήλωναν το όνομά τους, έπαιρναν τα απαραίτητα (πετσέτα λουτρού, πέδιλα, πιτζάμες, σαπούνι και αντιφθειρική αλοιφή) και πήγαιναν υποχρεωτικα για μπάνιο. Τα ρούχα τους απολυμαίνονταν σε ειδικούς θαλάμους, ενώ τους παρέχονταν φόρμες για τον ύπνο. Στον πρώτο όροφο έμεναν οι γέροντες και τα παιδιά, στο δεύτερο οι «ώριμοι άνδρες».
Oι θάλαμοι, χωρισμένοι με ξύλινα χωρίσματα, φιλοξενούσαν διακόσια μεταλλικά κρεβάτια ελληνικής κατασκευής και θερμαίνονταν με 18 θερμάστρες. Για τους άτακτους και εκείνους που έχρηζαν ιδιαίτερης προσοχής, υπήρχαν τα «μονωτήρια», τέσσερις ειδικοί και απομονωμένοι θάλαμοι. Εκεί λοιπόν έβγαζαν τη νύχτα τους για να σηκωθούν πρωί-πρωί, να πλυθούν, να πάρουν το πρωινό τους (ρόφημα και 100 δράμια ψωμί) και να ξαναβγούν στους δρόμους της πρωτεύουσας.
Οι χώροι καθημερινά καθαρίζονταν και απολυμαίνονταν από εθελόντριες, ενώ τα Λαϊκά Υπνωτήρια ήταν αποκλειστικά για άνδρες, οι οποίοι φαίνεται ότι τότε είχαν «αποκλειστικά» το προνόμιο να είναι άστεγοι.
Ο σκοπός
Σκοπός του Ιδρύματος ήταν να αποκτήσουν οι συγκεκριμένοι άνδρες –πολλοί από τους οποίους προέρχονταν από την επαρχία– τη διάθεση να βρουν εργασία. Γι’ αυτό και η παραμονή τους στο Υπνωτήριο δεν μπορούσε να παραταθεί πέραν των οκτώ ημερών.
Όσο για εκείνους που προέρχονταν από την επαρχία και δεν μπορούσαν να αποκατασταθούν, τα πράγματα δεν ήταν εύκολα. Διότι ειδικά μέτρα προέβλεπαν την αποστολή στη γενέτειρά τους, «αποσυμφορουμένης κατ’ αυτόν τον τρόπον βαθμηδόν και εν περιορισμένω έστω μέτρω της πρωτευούσης από της πληγής των αλητών», όπως έγραφε η εγκύκλιος του Υπουργείου! Το καθεστώς -δικτατορία Μεταξά- εφάρμοσε με αυστηρότητα το πρόγραμμά του. Ιδιαίτερα ενδιαφέροντα είναι τα στοιχεία από τις καταγραφές των αστέγων που έκαναν στους δρόμους των Αθηνών και του Πειραιώς υπάλληλοι του Υπουργείου με τη συνοδεία αστυφυλάκων. Σχετικές στατιστικές δημοσιεύτηκαν στον Τύπο της εποχής. Πάντως, όσοι επισκέπτονταν τα «Λαϊκά Υπνωτήρια» έβρισκαν, έστω και προσωρινά, ζέστη και θαλπωρή από τις εθελόντριες, που τους έδειχναν στοργή και εμπιστοσύνη.
Τον πρώτο χρόνο λειτουργίας τους τα «Λαϊκά Υπνωτήρια» των Αθηνών –είχε δημιουργηθεί και Παράρτημα στον Πειραιά– φιλοξένησαν 1.059 αστέγους, εκ των οποίων 321 ήταν ανήλικοι και 196 γέροντες. Εξ αυτών οι μισοί ήταν υγιείς, ενώ 40% έπασχαν από διάφορες ασθένειες και πολλοί παραπέμφθηκαν σε νοσοκομεία. Εκατόν ογδόντα στάλθηκαν πίσω στην επαρχία με έξοδα του Ιδρύματος, 98 βρήκαν εργασία, ενώ 32 στάλθηκαν σε Αναμορφωτικό Σχολείο!