ΟΛΥΜΠΙΑΚΕΣ ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ. Δ’ Ζάππεια Ολυμπιάδα
Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Μετά από μια δεκάχρονη περίπου καθυστέρηση από τη διεξαγωγή της τρίτης Ολυμπιάδας, ορίστηκε η 20ή Οκτωβρίου του 1888 ως ημερομηνία έναρξης της επόμενης αθλητικής εκδήλωσης. Με αφορμή τον εορτασμό της 25ετηρίδος του βασιλέως Γεωργίου και την αποπεράτωση του Ζαππείου Μεγάρου, οι υπεύθυνοι αποφάσισαν να προβούν στην οργάνωση «γυμνικών αγώνων». Για τον σκοπό αυτό ιδρύεται με απόφαση της Επιτροπής Ολυμπίων και Κληροδοτημάτων, γυμναστήριο, του οποίου τη συντήρηση ανέλαβε το Υπουργείο Παιδείας. Πρόκειται για το γνωστό μέχρι σήμερα «Γυμναστήριο του Φωκιανού». Η διεύθυνση ανατέθηκε αρχικά στον Ελβετό Λουδοβίκο Μπορέλ, ενώ πρώτος Έλληνας γυμναστής υπηρέτησε ο Δανιήλ Τζιώτης. Ένα χρόνο αργότερα, μετά το θάνατο του Μπορέλ, τη διεύθυνση αναλαμβάνει ο Ιωάννης Φωκιανός, θέση που διατήρησε μέχρι το τέλος της ζωής του.
Με το Β.Δ. που εκδόθηκε στις 4 Οκτωβρίου 1886, η διεξαγωγή της τέταρτης Ζάππειας Ολυμπιάδας ορίστηκε για την πρώτη Κυριακή του Οκτωβρίου του 1887. Η τέλεση όμως των Αγώνων αναβλήθηκε για ένα έτος, έπειτα από εισήγηση της Επιτροπής Ολυμπίων και Κληροδοτημάτων, διότι «…αι προς τούτο προκαταρκτικαί και προπαραστευαστικαί ενέργειαι δεν συμπληρώθησαν…». Μολονότι τον Ιανουάριο του 1888 εκδόθηκε Διάταγμα το οποίο προγραμμάτιζε τα εγκαίνια του Ζαππείου Μεγάρου και την έναρξη της Δ’ Ολυμπιάδας για τη δεύτερη Κυριακή του Οκτωβρίου του ιδίου χρόνου, μια καινούργια αναβολή όλων των εκδηλώσεων θα οδηγήσει τελικά στην πλήρη εγκατάλειψη των σχεδίων από τη Ζάππειο Επιτροπή.
Την περίσταση θα σώσει η οξυδέρκεια του Ιωάννη Φωκιανού, ο οποίος θα διοργανώσει την επόμενη χρονιά (1889) Αγώνες με δική του πρωτοβουλία και με τη συμμετοχή φοιτητών, μαθητών και άλλων ασκουμένων του γυμναστηρίου. Φοβούμενος όμως μήπως επαναληφθεί η αποτυχία της Ολυμπιάδας του 1875, φρόντισε οι Αγώνες να τελεστούν στο Δημόσιο ή Κεντρικό Γυμναστήριο και όχι -όπως ήταν προγραμματισμένο- στο Παναθηναϊκό Στάδιο. Για τον λόγο αυτό μείωσε τον αριθμό των αγωνισμάτων του προγράμματος, ώστε να ανταποκρίνονται στις δυνατότητες του περιορισμένου χώρου του Κεντρικού Γυμναστηρίου. Λέγεται μάλιστα ότι για την προετοιμασία των αθλητών και τις ανάγκες των αγώνων δαπάνησε χρήματα που προορίζονταν για την προίκα της αδελφής του. Την Ελλανόδικο Επιτροπή συγκροτούσαν ο Ιωάννης Πανταζίδης, καθηγητής Πανεπιστημίου, ο Κωνσταντίνος Γραμματικόπουλος, γυμνασιάρχης του Γ’ Γυμνασίου Αθηνών, και ο Νικόλαος Πύργος, καθηγητής της οπλομαχητικής.
Τελικά, η διεξαγωγή των Αγώνων άρχισε μια μαγιάτικη μέρα του 1889 στο Γυμναστήριο του Φωκιανού «…παιανιζούσης της μουσικής…», με την παρουσία υπουργών και επισήμων και αθρόα προσέλευση του κόσμου, η οποία όμως προκάλεσε την αναβολή των αγώνων για μια ακόμη φορά. Οι θεατές έσπευδαν να καταλάβουν τους αγωνιστικούς χώρους, με αποτέλεσμα να μην επιτρέπουν στους αθλητές ν’ αγωνιστούν. Χαριτωμένη και παραστατική είναι η αφήγηση που προέρχεται από την εφημερίδα «Ακρόπολις». Μέσα σε «μεγίστη αταξία» και ενώ «οι αγωνισταί αναμιγνύοντο μετά του πλήθους και δεν ήξευρε κανείς τι γίνεται, αίφνης ως ρουκέττα αναφαίνεται επί της δοκού αναρριχώμενος ελαστικώς ως καουτσούκ και ιδού χειροκροτήματα και μπραβισμοί…». Η θαυμάσια αυτή opera gymnastique έκλεισε με την παρουσία ενός λούστρου «…αναρριχηθέντος επί του σχοινίου προς μεγάλην θυμηδίαν του κοινού. Αυτός ελουστράρισεν ανταξίως την εορτήν…». Όπως ήταν φυσικό, οι Αγώνες διακόπηκαν για να διεξαχθούν -με τρόπο κατά γενική ομολογία υποδειγματικό- την επόμενη Δευτέρα.
Η έναρξη των Αγώνων έγινε με την επίδειξη ενόργανης γυμναστικής από ομάδα μαθητών γυμνασίων, οι οποίοι εκτέλεσαν ασκήσεις με αλτήρες και κορύνες, προκειμένου οι παρευρισκόμενοι κρατικοί λειτουργοί να σχηματίσουν γνώμη για την πρωτοεμφανιζόμενη σχολική γυμναστική, που «…μέχρι προ ολίγων ετών εθεωρείτο κάτι το ανάξιον λόγου».
Μετά τη γυμναστική επίδειξη άρχισε η τέλεση των 12 αγωνισμάτων με 300 περίπου συμμετοχές. Στον δρόμο ταχύτητας νικητής αναδείχθηκε ο φοιτητής από την Πάτρα Ιωάννης Κρητικός, ιδρυτής αργότερα του Παναχαϊκού Συλλόγου, στη δισκοβολία ο φοιτητής της Ιατρικής Σπύρος Αρβανίτης και στο «άλμα επί κοντώ υπέρ τάφρον» ο Σπυρίδων Αρφαρόπουλος. Ακολούθησαν το «άλμα επί κοντώ υπέρ σχοινίον», οι «ασκήσεις επί διζύγου», η «άρσις βαρών διά της μιας χειρός», και «δι’ αμφοτέρων των χειρών», το «άλμα εις ύψος μετά δρόμον», η «αναρρίχησις επί ιστώ» και «επί κάλω», το «άλμα υπέρ εφαλτήριον» και η «λιθοβολία». Στα αθλήματα αυτά αναδείχθηκαν αντίστοιχα πρώτοι νικητές ο Επαμεινώνδας Δροσίου, Αθηναίος γλύπτης, ο Κύπριος φοιτητής της Νομικής Θεοφάνης Θεοδότου, ο αείμνηστος Αναστ. Φιλαδελφεύς, ο Λάζαρος Μουσίου, Αθηναίος μαθητής γυμνασίου, ο Αποστ. Πικιός, ο Ιωάννης Παινέσης, ο Σωτήριος Βερσής, Αθηναίος επίσης μαθητής γυμνασίου, ο πολυνίκης της περιόδου αυτής Αποστ. Πικιός και ο Γεώργιος Τσεπετάκης.
Δεν θα ήταν υπερβολική η εκτίμηση πως οι Ζάππειες Ολυμπιάδες, όπως ήδη παρουσιάστηκαν, αποτέλεσαν -στα βασικότερα τουλάχιστον χαρακτηριστικά τους- την αρχή των Ολυμπιακών Αγώνων. Όπως χαρακτηριστικά εκτιμά η «Ακρόπολις», σκοπός τους ήταν «…η ευρωστία του έθνους» και «…η προπαρασκευή αγωνιστών για τους κυρίως Ολυμπιακούς Αγώνας…». Το σημαντικότερο όμως είναι πως στην τέλεση των Ζαππείων Ολυμπιάδων οφείλονται η προετοιμασία και η διαμόρφωση της κοινής γνώμης, ώστε να δεχθεί με ενθουσιασμό στο μέλλον την ιδέα της τέλεσης των πρώτων Διεθνών Ολυμπιακών Αγώνων.