Ή ίδρυση του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου με τη βοήθεια του Ι. Δόμπολη
Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
«Γενικός Ταμίας» και «Πρόβουλος Οικονομικών» -δηλαδή Υπουργός Οικονομικών- του Καποδίστρια διετέλεσε ο Hπειρώτης έμπορος Ιωάννης Δομπόλης (1769-1850). Εύπορος ομογενής της Ρωσίας, κινείτο στην αυτοκρατορική αυλή και γνώρισε τον Καποδίστρια το 1809, αναλαμβάνοντας τη διαχείριση της περιουσίας του. Του ανατέθηκε η ευθύνη του ταμείου της Φιλομούσου Εταιρείας (1815-1820) και όταν ο Καποδίστριας ανέλαβε Κυβερνήτης εγκαταστάθηκε μαζί του στην Ελλάδα.
Υπήρξε ίσως ο μόνος υπουργός Οικονομικών της νεότερης Ελλάδας, ο οποίος όχι μόνον κατέθετε στο κοινό ταμείο τους μισθούς του, αλλά πρωτοστάτησε στην ίδρυση της Εθνικής Χρηματικής Τράπεζας προσφέροντας εξ ιδίων επτακόσια (700) δίστηλα. Επέστρεψε για λόγους υγείας στην Ρωσία, όπου έζησε τιμημένος με τίτλους ευγενείας.
Πιστεύοντας στην αναγέννηση της ελληνικής Παιδείας, κληροδότησε το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του –περισσότερα από δυόμισι εκατομμύρια ρούβλια το 1908- στο Ελληνικό Δημόσιο για τη δημιουργία του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου, στόχος που επιτεύχθηκε πριν από εκατό χρόνια, μόλις το 1911. Έτσι, δημιουργήθηκε το «Εθνικό και Καποδιστριακόν Πανεπιστήμιον», με κοινή διεύθυνση και επωνυμία αλλά διαφορετικές κατευθύνσεις και ξεχωριστή νομική προσωπικότητα. Το μεν για τις θετικές σχολές (Ιατρική, Φυσικομαθηματική και Φαρμακευτική) και το δεύτερο για τις θεωρητικές (Θεολογική, Νομική, Φιλοσοφική).
Δεν παρέλειψε ωστόσο να τιμήσει την ιδιαίτερη πατρίδα του, την Ήπειρο, διαθέτοντας σημαντικά ποσά για υποτροφίες σε Ηπειρώτες σπουδαστές. Επίσης, εξαιρετικά σημαντικό μέρος των χρημάτων του έμεινε –σύμφωνα με την επιθυμία του, σε ρωσική τράπεζα για τοκισμό και εξανεμίστηκε κατά τη Ρωσική Επανάσταση.
«Οτε γνώρισα τον μακαρίτην Ιωάννην Καποδίστριαν υπεσχέθημεν να μεταχειρισθώμεν παν μέσον προς διάδοσιν της δημοσίας εκπαιδεύσεως εν Ελλάδι. Προς τούτο προσπάθησαν να αυξήσω τα κεφάλαιά μου διά των κόπων μου και διά μεγάλης οικονομίας», έγραψε στη διαθήκη του (1848). Η είδηση έφθασε στην Ελλάδα, το 1851, προκαλώντας ενθουσιασμό, ενώ ο Τύπος ζητούσε τη δημοσιοποίησή της «ως πνευματικήν ιδιοκτησίαν του Ελληνικού Λαού»!