Όταν γεννήθηκαν πριν από 160 χρόνια οι Δ.Ο.Υ. (οικονομικές εφορίες)
του Ελευθερίου Γ. Σκιαδά.
Σίγουρα κανείς δεν θα γιορτάσει το γεγονός πως συμπληρώνονται εφέτος 160 χρόνια από τότε που ιδρύθηκαν επισήμως οι οικονομικές εφορίες, με τη μορφή που τις γνωρίσαμε στις ημέρες μας και απλώθηκαν από άκρου εις άκρον σε όλη την Ελλάδα. Ωστόσο, υπήρξαν από τις σημαντικότερες διοικητικές καινοτομίες που άντεξαν στον χρόνο. Η λέξη Εφορεία (-ία) πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τη διοίκηση από τα χρόνια ακόμη της Επανάστασης, αλλά το 1854 δημοσιεύτηκε καθυστερημένα και εφαρμόστηκε πραγματικά ο νόμος «Περί Εφοριών». Η ιστορία τους είναι γεμάτη περιπέτειες και συνυφασμένη με την άτακτη πορεία των οικονομικών πραγμάτων της χώρας μας. Οι δυσκολίες που αντιμετώπισε ο θεσμός στα πρώτα χρόνια εισαγωγής του είχαν σχέση με τη λεηλασία της δημόσιας γης και η εφαρμογή του θεωρήθηκε υποχρεωτική για την αποκατάσταση της χαώδους δημοσιονομικής κατάστασης στα τελευταία χρόνια του Όθωνα.
Στην πραγματικότητα οι οικονομικές εφορίες σχεδιάστηκαν να λειτουργήσουν στον απόηχο της εξέγερσης της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, όταν αναδιοργανώθηκε η δομή του ελληνικού κράτους και καταβλήθηκε προσπάθεια για αποκέντρωση της διοίκησης με φιλόδοξα νομοσχέδια, όπως η ίδρυση του θεσμού των επαρχιακών συμβουλίων. Το 1845, μετά τη διαίρεση του κράτους σε επαρχίες, εκδόθηκε ο πρώτος νόμος για την ίδρυση μιας οικονομικής εφορείας σε καθεμιά από τις επαρχίες της ελληνικής επικράτειας. Ο Κεφαλλονίτης αγωνιστής του 1821, διπλωμάτης και πολιτικός Ανδρέας Π. Μεταξάς (1790-1860), ήταν ο πολιτικός που ως υπουργός Οικονομικών οραματίστηκε και νομοθέτησε το νέο σύστημα. Το 1845 κατήργησε τις «Οικονομικές Επιτροπείες» που ίσχυαν μέχρι τότε και ίδρυσε 19 οικονομικές εφορίες σε όλη τη χώρα. Οι έφοροι ήταν οι νέοι ισχυροί άνδρες της ελληνικής οικονομίας, αφού είχαν αποκλειστικά την ευθύνη όχι μόνον για την είσπραξη των φόρων αλλά και για τη διαχείριση της εθνικής και εκκλησιαστικής περιουσίας.
Ο νόμος όμως περιέπεσε σε αδράνεια όταν παραιτήθηκε από τον υπουργικό θώκο ο Α. Μεταξάς. Ο πραγματικός λόγος της αδυναμίας να εφαρμοστεί ο νόμος για τις οικονομικές εφορίες, όπως είχε σχεδιαστεί και αποφασιστεί, πρέπει να αναζητηθεί στην αρμοδιότητα περί πλήρους ελέγχου της εθνικής γης εκ μέρους των εφόρων. Επί δεκαετίες βρισκόταν σε εξέλιξη, με την ανοχή του κράτους και κυρίως των κατά τόπους βουλευτών, μια πραγματική λεηλασία της γης που είχε απομείνει στο κράτος. Εξάλλου, αυτός ήταν και ο λόγος της μη εφαρμογής ή καλύτερα της πλημμελούς εφαρμογής του νόμου περί κτηματολογίων που είχε εκδοθεί από το 1836. Ο Κωνσταντίνος Προβελέγγιος (1800-1880) ως υπουργός Οικονομικών θα επαναφέρει -περίπου μία δεκαετία αργότερα (1853-54)- στην επιφάνεια το ζήτημα. Κάτω από σφοδρές αντιδράσεις θα κατορθώσει να ψηφίσει τον νόμο «Περί Εφοριών» καταργώντας κάθε προηγούμενη διάταξη και απαλείφοντας τις μνείες περί δημοσίων ή εκκλησιαστικών κτημάτων. Ιδρύθηκαν σε όλη την επικράτεια 43 οικονομικές εφορίες, οι οποίες σχεδόν αντιστοιχούσαν σε ισάριθμες επαρχίες. Η 15μηνη καθυστέρηση δημοσίευσης του νόμου μόνον τυχαία δεν ήταν. Είχε υπογραφεί στα μέσα Οκτωβρίου 1853 και δημοσιεύτηκε τον Δεκέμβριο 1854, αφού πλέον δεν ήταν υπουργός ο συντάκτης του Κ. Προβελέγγιος. Εν πάση περιπτώσει, ο νόμος εκείνος του 1854 λειτούργησε και κάτω από την πίεση της ανάγκης τακτοποίησης των δημοσιονομικής εικόνας της χώρας απέναντι στους δανειστές της.
Ωστόσο, με καθυστέρηση πέντε ετών, το 1858, η βασίλισσα Αμαλία θα υπογράψει το «Καθηκοντολόγιο» των Οικονομικών Εφόρων αλλά και των υπαλλήλων των εφοριών, το οποίο δεν είχε συμπεριληφθεί στον νόμο. Υποτίθεται ότι ίσχυαν όσα είχαν νομοθετηθεί από το 1845, αλλά οι διατάξεις εκείνες είχαν περιέλθει σε πλήρη αδράνεια. Με σαφήνεια πλέον η αρμοδιότητα για τα εθνικά και εκκλησιαστικά κτήματα περιερχόταν στους κατά τόπους εφόρους, οι οποίοι αναλάμβαναν την ευθύνη να τα προφυλάσσουν και από τους σφετερισμούς των ιδιωτών. Το εν λόγω διάταγμα, με τις αναλυτικότατες οδηγίες, δεν ήταν δυνατόν να καλύψει τα προβλήματα που είχαν εν τω μεταξύ προκληθεί απ’ άκρου εις άκρον σε όλες τις ελληνικές επαρχίες με τις διεκδικήσεις της δημόσιας γης.
Κάτω από αυτό το καθεστώς και με επί μέρους αλλαγές από τον Ελευθέριο Βενιζέλο το 1911 συνέχισαν οι εφορίες την πορεία τους. Αξιοσημείωτοι σταθμοί σημειώθηκαν όταν εισάγονταν νέοι φορολογικοί θεσμοί, όπως συνέβη στη δεκαετία του 1920. Ο Θ. Πάγκαλος, όταν εγκαθίδρυσε τη δικτατορία του, μεταξύ των υπόλοιπων μέτρων που έλαβε ήταν και η δημιουργία 25 νέων οικονομικών εφοριών στην Αθήνα, τον Πειραιά και τα περίχωρά τους. Σκοπός των νέων οικονομικών εφοριών που ιδρύθηκαν στην Αγορά των Αθηνών, στην οδό Ερμού και από τη Βάθεια έως το Φάληρο, την Κηφισιά και τον Μαραθώνα, ήταν η «ευχερεστέρα βεβαίωσις των φόρων». Αξιοσημείωτη επίσης υπήρξε η πρωτοβουλία της κατοχικής κυβέρνησης Τσολάκογλου (1942), σε μια περίοδο που η ελληνική κοινωνία μαστιζόταν και ο κόσμος πέθαινε στους δρόμους, ίδρυσε οικονομική εφορία «προς παρακολούθησιν των εχόντων μεγάλα εισοδήματα». Το εν λόγω κατάστημα περιήλθε σε αδράνεια αφού οι μόνοι που είχαν μεγάλα εισοδήματα εκείνη την εποχή ήταν όλοι άνθρωποι της κυβέρνησης και συνεργάτες των Γερμανών. Προπολεμικά λειτουργούσαν στην ελληνική επικράτεια περίπου 150 οικονομικές εφορίες, ενώ υπερέβησαν τις 300 στις ημέρες μας, γνωρίζοντας ταυτοχρόνως και τη μεγαλύτερη συρρίκνωση αφού μειώθηκαν τουλάχιστον στο ένα τρίτο για λόγους οικονομίας.