Κλέφτες φοβιτσιάρηδες και κλέφτες εκλεκτικοί στην οδό Ερμού
Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Στα μέσα της δεκαετίας του 1870 και εν μέσαις Αθήναις διαπράττονταν απί-στευτες ληστείες και κλοπές. Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά τους ήταν το θράσος των δραστών και η ευκολία με την οποία κατόρθωναν να κτυπούν σπίτια και κατα-στήματα. Έτσι, πολλοί ήταν εκείνοι που προσλάμβαναν φύλακες ή νυχτοφύλακες για να προστατέψουν την περιουσία τους. Ένα περιστατικό, όμως, το οποίο συνέβη το 1876, έμεινε στα αστυνομικά χρονικά για τον τρόπο που την έπαθαν δύο κλέφτες που είχαν βάλει στο μάτι το Κοσμηματοπωλείο των Αδελφών Μαραγκού στην οδό Ερ-μού, διαλέγοντας τη μέθοδο ριφιφί!
Πρώτα διέρρηξαν τη θύρα του παρακείμενου μικρού καφενείου. Αφού μπή-καν μέσα, εφοδιασμένοι με τα κατάλληλα εργαλεία, άρχισαν να τρυπούν τον τοίχο που χώριζε το καφενείο από το κοσμηματοπωλείο. Είχαν ήδη ανοίξει στον τοίχο την τρύπα από την οποία σκόπευαν να μπουν, όταν ξύπνησε ο υπάλληλος που κοιμόταν μέσα στην επιχείρηση για λόγους ασφαλείας. Ταράχτηκε όμως και προσπαθώντας να καλέσει βοήθεια, έβγαζε βραχνές και άναρθρες κραυγές. Σκιάχτηκαν οι κλέφτες μέσα στο σκοτάδι και ο ένας εξ αυτών νομίζοντας πως υπήρχε φάντασμα στο κατάστημα άρχισε τις κουμπουριές τραυματίζοντας τον συνάδελφό του! Όπως όπως τα μάζεψαν κι έφυγαν οι λωποδύτες, ενώ είδε κι έπαθε για να συνέλθει ο μικρός του κοσμηματοπωλείου.
Δεν συνέβη όμως το ίδιο και με το «Φαρμακεμπορείον», δηλαδή τη φαρμα-καποθήκη του Κ. Ολυμπίου, επίσης στην οδό Ερμού, ο οποίος προμήθευε την ελλη-νική αγορά με τα περίφημα προϊόντα του «Μυρεψείου Rigaut et Cie». Δεν φτάνει που του πήραν όσα μετρητά είχε στο ταμείο, του άρπαξαν μεγάλη ποσότητα «πομμάδες και έλαια μιράνδας διά την διακάλλυνσιν των τριχών της κεφαλής και την επίρρωσιν των ριζών». Στην περίπτωση αυτή οι κλέφτες ήταν όπως φαίνεται ιδιαιτέρως εκλεκτικοί.