Έκλεβαν τα φέσια από τα κεφάλια των πολιτών!
Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Παρακολουθούμε τελευταία να γιγαντώνεται το φαινόμενο κλοπής των αλυσίδων από τους λαιμούς των γυναικών. Ιδιαίτερα μετά το σούρουπο, δεν τολμά γυναίκα να κυκλοφορήσει στην περιοχή της Ομόνοιας καθώς και στις γειτονιές γύρω από τον Άγιο Παντελεήμονα της οδού Αχαρνών, φορώντας κοσμήματα. Αντίστοιχο φαινόμενο είχε εμφανιστεί πριν από περίπου 170 χρόνια, όταν «νέος τρόπος αναισχύντου κλοπής εισήχθη εις την πόλιν των Αθηνών, ούτος δε συνίσταται εις το ν’ αφαιρούν από τας κεφαλάς των ανθρώπων τόσον τα φέσια ως και τους πίλους», όπως έγραφαν οι εφημερίδες της εποχής.
Τότε, ο πληθυσμός της ελληνικής πρωτεύουσας δεν ξεπερνούσε τις 17.000 ανθρώπων και η σημερινή πλατεία Ομονοίας ήταν απλά ένας γρασιδότοπος έξω από την πόλη, της οποίας τα όρια περιορίζονταν ακόμη γύρω από τον Βράχο της Ακρόπολης. Τότε, εμφανίστηκαν στην Αθήνα Μαλτέζοι, οι οποίοι έφτασαν στην αρχή ως εργάτες, αλλά γρήγορα βρέθηκαν άνεργοι να τριγυρνούν στα περίχωρα της πόλης. Οργανωμένο σώμα Αστυνομίας δεν υπήρχε ακόμη και αστυνομικά χρέη εκτελούσαν οι άνδρες της Δημοτικής Αστυνομίας, επιτηρώντας κυρίως την αγορά που βρισκόταν εκεί όπου σήμερα συμβάλλουν οι οδοί Αιόλου και Αδριανού.
Το θέμα της κλοπής των φεσιών από τα κεφάλια των πολιτών πήρε μεγάλη έκταση, αφού μόνον τον μήνα Απρίλιο 1839 κλάπηκαν περισσότερα από 150 φέσια. Αλλά τα πράγματα αγρίεψαν όταν οι κλέφτες ξεθάρρεψαν και άρχισαν ταυτόχρονα να αφαιρούν και χρήματα από τις τσέπες των άτυχων περαστικών. Συνήθως, έστηναν καρτέρι σε ακραία σημεία της πόλης και τα περισσότερα κρούσματα σημειώνονταν γύρω από τη σημερινή πλατεία Θεάτρου, όπου τότε ανεγειρόταν και το πρώτο θέατρο της χώρας. Για την αντιμετώπιση του φαινομένου επιστρατεύτηκαν μερικοί από τους άνεργους αγωνιστές του 1821, οι οποίοι και ανέλαβαν δράση. Εντός δεκαπενθημέρου είχαν συλλάβει τους Μαλτέζους και αφού τους ξυλοφόρτωσαν φρόντισαν να τους ξαποστείλουν στη χώρα τους, με έξοδα του Υπουργείου Εσωτερικών και του Δήμου Αθηναίων.