Οι συναντήσεις στα καφενεδάκια της Δεξαμενής και οι βραδιές συντροφιά με τα γέρικα πλατάνια
Στην Αθήνα της δεκαετίας του 1930 ο κόσμος δεν σύχναζε μόνον στα θέατρα, το Ζάππειο, στους μεγάλους δρόμους, στις λεωφόρους και στις δενδροστοιχίες. Ο κόσμος των συνοικιών, ο απέριττος και απροσποίητος, γιόρταζε στα απόκεντρα. Γιόρταζε ήσυχα και ανέξοδα. Μ’ ένα δεκάρικο καφέ ή με τίποτε απολάμβαναν τις νύχτες οι κάτοικοι του Αγίου Νικολάου, του Κολωνακίου ή των πέριξ της Δεξαμενής. Τα ρομαντικά καφενεδάκια που ξεπετάγονταν ανάμεσα σε πλατάνια, πεύκα και ακακίες, παρείχαν τη φιλοξενία τους στους περιοίκους. Όπου δεν υπήρχε Φασουλής υπήρχαν αυτά τα καφενεδάκια και ο καθαρός αέρας. Εκεί αντί αμανέδων και αμανετζήδων ακουγόντουσαν αηδόνια και αντί για θορυβώδεις συζητήσεις και λογομαχίες, ακουγόταν το νανουριστικό ψιθύρισμα των φύλλων ενός γέρικου πλατανιού ή μιας μισότριβης ακακίας.
Αυτά συνέβαιναν στις υπώρειες του Λυκαβηττού, όπου η πάνδροση Δεξαμενή και τα φτωχά αλλά κομψά και χαριτωμένα αναψυκτήρια. Τα δύο καφενεδάκια, κτισμένα εκατέρωθεν της Δεξαμενής, μάζευαν τα βράδια τους απόφοιτους της ρομαντικής σχολής, εκείνους που έφευγαν από τον θόρυβο, την κίνηση των λεωφορείων και των θεάτρων. Η Δεξαμενή, με τη μικρή δενδροφυτεμένη πλατεία της δεχόταν τα βράδια όλους τους ιδιότροπους ποιητές, τους «εραστάς της νεκράς ζωής και τους εραστάς του ύδατος…». Τα δύο καφενεδάκια της Δεξαμενής, απέριττα όπως ήταν, δεν είχαν τίποτα μέσα τους που θα μπορούσε να εμπνεύσει τους μανιώδεις συζητητές του Ζαχαράτου και τους απαράμιλλους σχεδιαστές μαχών. Εκεί, κάτω από τα ευτυχισμένα δένδρα, αφού ήταν τα μόνα που έπιναν νερό, οι νύχτες περνούσαν αθόρυβα με ήσυχη κουβεντούλα και το κρυφομίλημα του ζευγαριού που κατέφυγε κάτω από τη φιλόξενη φυλωσσιά τους. Το μόνο που σου θύμιζε τα κοσμικά καφενεία ήταν δύο-τρεις γέροι, οι οποίοι κάθονταν μακριά από τους άλλους και συζητούσαν το ατελεύτητο ζήτημα της «καταστάσεως».