Η «γέννηση» της Αθηναϊκής Μαντολινάτας και η αναβίωσή της
του Ελευθερίου Γ. Σκιαδά
Το 1898 τέσσερις φιλόμουσοι νεαροί φοιτητές μαζεύονταν σ’ ένα μικρό δωματιάκι της Πλάκας, επί της οδού Αγγέλου Γέροντα. Ήταν οι Νικόλαος Λάβδας, Κωνσταντίνος Λάβδας, Βασίλειος Μήτσου και Γεώργιος Ψύλλας. Και οι τέσσερις έπαιζαν όργανα. Ήταν λάτρεις της μουσικής, έκαμαν διαρκώς πρόβες και όνειρα για να δημιουργήσουν ένα κουαρτέτο το οποίο θα αποτελείτο από δύο μαντολίνα, μία κιθάρα και μία μάντολα. Οι τέσσερις φοιτητές θεωρούσαν πως η μουσική είναι θρησκεία. Αυτοί ήταν και ο πυρήνας της περίφημης «Αθηναϊκής Μαντολινάτας», του μουσικού σωματείου που μεγαλούργησε στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα για να σβήσει ήρεμα όταν ξέσπασε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος.
Αποκλήθηκε το «αγλάισμα» της «Παληάς Αθήνας» και όχι άδικα. Τα πρώτα ιδρυτικά μέλη δεν άργησαν να γίνουν δεκαπέντε. Το μικρό δωματιάκι δεν χωρούσε πλέον τους νεαρούς μουσικούς και η συντροφιά εγκαταστάθηκε σε μια μεγάλη σοφίτα τού επί της οδού Απόλλωνος και Θουκυδίδου ακινήτου, όπου στις 15 Απριλίου 1900 ψηφίστηκε το πρώτο Καταστατικό του Σωματείου. Είχε πλέον ενισχυθεί και με άλλους ανήσυχους νεαρούς της εποχής. Ανάμεσά τους ο δημοσιογράφος Ζαχαρίας Παπαντωνίου και ο αδελφός του, ο ζωγράφος Αθανάσιος Παπαντωνίου. Το υπερώο της οδού Απόλλωνος υπήρξε ο τελευταίος …μποέμικος σταθμός της Μαντολινάτας. Αλλά δεν ήταν εύκολη η επικράτησή της στα καλλιτεχνικά δρώμενα της πρωτεύουσας.
Ο Γενικός Γραμματέας του «Παρνασσού» εξέφραζε τον αποτροπιασμό του και μόνον στην ιδέα ότι μπορούσαν να εμφανιστούν μαντολίνα στις αίθουσές του. Αλλά η πρώτη εμφάνιση της Αθηναϊκής Μαντολινάτας, τον Μάιο του 1900, θεωρήθηκε ιστορική. Αποτελούσε την πρώτη εκδήλωση υπεράνθρωπων προσπαθειών και άτρητων κόπων. Προκάλεσε έκπληξη, με τους νεαρούς που αποτελούσαν την ορχήστρα να αποθεώνονται. Το νεανικό κέφι και ο ένθερμος ζήλος είχαν κάνει το θαύμα τους. Ψυχή της προσπάθειας ο Νικόλαος Λάβδας (1879-1940). Ο άνθρωπος που ανύψωσε την αξία της κιθάρας και του μαντολίνου στην Αθήνα. Μέχρι τότε τα δύο όργανα θεωρούνταν «ατελή και αχάριστα»…
Δεν άργησε να λειτουργήσει, το 1901, και η Σχολή της Αθηναϊκής Μαντολινάτας, η οποία μύησε στη μουσική και γαλούχησε πλήθος εκπροσώπων της ελληνικής διανόησης και της αθηναϊκής κοινωνίας. Ένας εξ αυτών, ο Τίμος Μωραϊτίνης, φρόντισε να παραδώσει εκείνη την προσπάθεια στην αθανασία. Το μαθητολόγιο του Ωδείου αυτού αποτελούσε για πολλά χρόνια το ανάγλυφο που αποτύπωνε την καλλιτεχνική πρόοδο της χώρας. Στους αποφοίτους περιλαμβάνονταν νέοι που αργότερα έγιναν πολιτικοί, δικαστές, πανεπιστημιακοί καθηγητές κ.λπ. Έφτασε, μάλιστα, εποχή κατά την οποία φοιτούσαν στη Σχολή τετρακόσιοι μαθητές και από τα δύο φύλα. Ένα πραγματικό φυτώριο νέων ανθρώπων, οι οποίοι, πέραν της τέχνης του μαντολίνου και της κιθάρας ήταν πλήρως καταρτισμένοι μουσικά, αφού διδάσκονταν θεωρία μουσικής, αρμονία και μουσική ιστορία. Επί χρόνια Πρόεδρος διετέλεσε ο Αλέξανδρος Φιλαδελφεύς.
Σύντομα το εγχείρημα εκείνης της παρέας του 1898 πήρε εθνικό χαρακτήρα. Η Μαντολινάτα συμμετείχε στους Β’ Διεθνείς Ολυμπιακούς Αγώνες που διεξήχθησαν στην Αθήνα το 1906. Υποδέχτηκε τους ξένους με δύο μεγάλες συναυλίες που έδωσε στον «Παρνασσό» η χορωδία την οποία αποτελούσαν 150 περίπου πρόσωπα! Η ειδική και άγνωστη στο ευρύ κοινό παράσταση που προετοιμάστηκε σε μια τεράστια γόνδολα στον Πειραιά στέφθηκε από απόλυτη επιτυχία. Ο βασιλιάς Γεώργιος Α’, θέλοντας να εντυπωσιάσει τον βασιλιά Εμμανουήλ της Ιταλίας, ο οποίος επισκέφθηκε την Αθήνα το 1907, κάλεσε τη Μαντολινάτα στα Ανάκτορα. Το ίδιο συνέβαινε έκτοτε με όλους τους υψηλούς επισκέπτες της χώρας.
Το μουσικό εκείνο σχήμα, ποτισμένο με νεανικό κέφι και μεράκι, γινόταν ο «καλός άγγελος» και διαφημιστής της χώρας σε όλο τον κόσμο. Η ελληνική Μαντολινάτα με τις συναυλίες που έδινε διεθνώς αποκτούσε απίστευτη δημοφιλία. Από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου μέχρι την μικρασιατική Σμύρνη και από τη Νέα Υόρκη μέχρι τη Φλωρεντία. Μέχρι που επικράτησε σε διεθνή διαγωνισμό Μαντολινάτας (1910) στην Cremona. Εκεί όπου είχε να αντιμετωπίσει την Μαντολινάτα της Φλωρεντίας, της οποίας ηγείτο η βασίλισσα της Ιταλίας και γνωστή μαντολινίστρια Μαργαρίτα. «Η Ελλάς αποθεούται» έγραφε το τηλεγράφημα του Ιπποκράτη Καραβία όταν ανακοίνωνε πως η ελληνική αποστολή είχε κατακτήσει το μέγα βραβείο τιμής, τα τρία πρώτα βραβεία και το ιδιαίτερο χρυσό μετάλλιο της βασίλισσας.
H επιρροή
Η επιρροή που άσκησε η Αθηναϊκή Μαντολινάτα αποτυπώθηκε και στη λογοτεχνία μας. Στην περίφημη αθηναϊκή ηθογραφία του «Το φυντανάκι», ο Παντελής Χορν, στις αρχές της δεκαετίας 1920, θα περιγράψει μοναδικές στιγμές με τα κορίτσια της Νεάπολης, τα γέλια, τα τραγούδια, τις κιθάρες και τα μαντολίνα, τις ώρες που περνούσαν ευχάριστα και γλεντούσαν τα νιάτα τους. Οι ετήσιες συναυλίες της Αθηναϊκής Μαντολινάτας μέχρι και τη δεκαετία του 1930 –συνήθως– στα «Ολύμπια» ήταν περιπετειώδεις, γεμάτες ζωή και απρόσμενες εκπλήξεις. Πάντα παραβιαζόταν το πρόγραμμα, απέραντο κέφι και επαναλήψεις τραγουδιών με απαίτηση του κοινού.
Οι περίφημες λαϊκές συναυλίες
Αλλά πώς έφτασε η Αθηναϊκή Μαντολινάτα να γίνει το αγαπημένο μουσικό σχήμα του αθηναϊκού και του ελληνικού λαού; Σε τέτοιο μάλιστα βαθμό ώστε οι παλαιότεροι να διατηρούν τις πλέον αγαθές αναμνήσεις; Η απάντηση βρίσκεται στις περίφημες «λαϊκές συναυλίες» που καθιέρωσε από το 1927, δίνοντας, τα κυριακάτικα πρωινά, κοντσέρτα στις κεντρικές πλατείες της πόλης. «Μουσική δροσιά για τη λαϊκή ψυχή» ήταν το σύνθημα και οι κριτικές του Τύπου διθυραμβικές. Βαρύτονοι του ελληνικού μελοδράματος, όπως ο Ιωάννης Βλυσίδης, χάριζαν απλόχερα την τέχνη τους στους Αθηναίους. Τα τελευταία, προπολεμικά χρόνια η παρουσία της Μαντολινάτας στο ραδιόφωνο αύξησε ακόμη περισσότερο τη δημοφιλία της.
Δεν άργησε να δημιουργηθεί ένα πραγματικό μουσικό κίνημα στην Ελλάδα στα πρότυπα της Αθηναϊκής Μαντολινάτας. Αντίστοιχα Σωματεία ιδρύθηκαν σε όλες σχεδόν τις πρωτεύουσες νομών της χώρας, αλλά και σε πολυπληθείς ελληνικές κοινότητες του εξωτερικού. Κάθε πανσέληνο, μέχρι και τα τελευταία χρόνια της δεκαετίας του 1930, η Αθηναϊκή Μαντολινάτα έβγαινε στα σοκάκια της Πλάκας και αναβίωνε την αθηναϊκή καντάδα. Και οι εφημερίδες σχολίαζαν: «Ο ύπνος οπωσδήποτε θα διακόπτεται, αλλά τουλάχιστον χωρίς φάλτσα».
Η αναβίωση
Τον Μάρτιο 1940 και ενώ προετοίμαζε τις εξετάσεις του Ωδείου με τον περίφημο Φρανκ Σουαζύ, έφευγε ξαφνικά από τη ζωή ο Νικόλαος Λάβδας, έχοντας απολαύσει ύψιστες τιμές και έχοντας διοριστεί πρώτος γενικός επιθεωρητής της Μουσικής Μέσης Εκπαίδευσης στην Ελλάδα. Μαζί του έσβησε και η Μαντολινάτα. Η οικογένεια Λάβδα κατέβαλε προσπάθειες μεταπολεμικά να την ανασυστήσει. Χρειάστηκε όμως να γιορταστούν τα 100χρονα (1910-2010) από τον διαγωνισμό της Cremona για να συναντηθούν ο Αλέξανδρος Λάβδας με τον ειδικό στο μαντολίνο και την ιστορία του, μουσικό Γιώργο Γουμενάκη για να λάβει η προσπάθεια «σάρκα και οστά». Η Αθηναϊκή Μαντολινάτα επανιδρύθηκε!