Ανταπόκριση (12.8.1980) της Εύης Μελά – Ζήση σε γερμανική εφημερίδα εν όψει των εγκαινίων του Μουσείου της Πόλεως των Αθηνών
Ο Πρίγκιψ και οι Έλληνες
Το προσωρινό ανάκτορο του Βασιλέως Όθωνος
γίνεται «Μουσείον της Πόλεως των Αθηνών»
Το φθινόπωρο εφέτος θ’ ανοίξει τις πύλες της μια αρχοντική οικία του κέντρου των Αθηνών ως Μουσείο που προσφέρεται τόσο στους Έλληνες όσο και στους Γερμανούς φιλίστορες: Για τους Έλληνες, διότι έχουν παραμελήσει να ερευνήσουν για τους Βασιλείς των, επειδή οι Βασιλείς του νέου Ελληνισμού, που ήλθαν από το εξωτερικό, με λίγες εξαιρέσεις, παρέμεναν ξένοι. Και για τους Γερμανούς, διότι βρίσκουν εδώ τις αναμνήσεις ενός Βαυαρού Πρίγκιπος που ενεπλάκη σε μία απρόσμενη Οδύσσεια στη Μεσόγειο. Από το 1836 μέχρι το 1843 κατώκησε εδώ, στην οδό Παπαρρηγοπούλου 7, ο πρώτος Βασιλεύς των Ελλήνων, ο νεαρός Όθων του Βίττελσμπαχ, γυιός του Βασιλέως Λουδοβίκου Α’, αφού είχε νυμφευθεί με την Αμαλία, Πριγκήπισσα του Όλντενμπουργκ. Μόνον επτά χρόνια μετά, μπόρεσαν να μετακομίσουν στο νεόδμητο ανάκτορο, στην Πλατεία Συντάγματος.
Περισσότερο και καλλίτερα από κάθε ιστορική έρευνα, απεικονίζει το μικρό αυτό προσωρινό παλάτι το μικροσκοπικό Βασίλειο της Ελλάδος, τα όρια του οποίου καθόρισαν οι Μεγάλες Ευρωπαϊκές Δυνάμεις το 1830, όταν ιδρύθηκε ύστερα από πολυετείς αγώνες κατά των Τούρκων.
Το λιτό αρχοντικό, που δεν χωρούσε τον τραπεζίτη (Σταμάτιο) Δεκόζη-Βούρο, προσέφερε στο νεαρό βασιλικό ζεύγος κατάλληλο κατάλυμα. Οι μεγαλειότατοι βρήκαν εδώ, αν μη τι άλλο, μια άθικτη στέγη, αφού η υπόλοιπη πόλις των Αθηνών ήταν τότε ένας σωρός ερειπίων, που άφησε πίσω του ο Τούρκικος στρατός, όταν απεσύρθη το 1833. Όχι λίγοι Βαυαροί από την συνοδεία του Βασιλέως Όθωνος ήταν υποχρεωμένοι να ανοίγουν ομπρέλες πάνω από το κρεββάτι τους και να καρφώνουν σανίδες στα παράθυρά τους. Αυτές και άλλες δυσκολίες ήταν το τίμημα της επιλογής των Αθηνών, ως πρωτευούσης, εξ αιτίας της δόξης και των αρχαίων ναών της πόλεως, αντί του Ναυπλίου, της Σύρου ή της Κορίνθου που αποτελούσαν εναλλακτικές λύσεις και ήσαν σε ουσιωδώς καλλίτερη κατάσταση από την Αθήνα.
Στην Αθήνα, όπου κατεδαφίσθησαν, από την δεκαετία του πενήντα του αιώνος μας, σχεδόν όλα τα αρχιτεκτονικά μνημεία του 19ου αιώνος, αποτελεί αληθές θαύμα ότι επί της πλατείας Κλαυθμώνος, εν μέσω κακόγουστων πολυκατοικιών, έχουν απομείνει δύο παλαιά κτίρια: Το προσωρινό ανάκτορο του Όθωνος και η γειτονική οικία, την οποία ανήγειρε για τον γυιό του ο τραπεζίτης (Σταμάτιος) Δεκόζη Βούρος το 1857.
Η προστασία των μνημείων αυτών με ιδιωτική πρωτοβουλία οφείλεται στο δισέγγονό του, Λάμπρο Ευταξία, Μαικήνα, υπό την κλασσική έννοια του όρου, ο οποίος μεταμόρφωσε τα δύο αυτά ιδιωτικά διατηρητέα μνημεία στο «Μουσείον της Πόλεως των Αθηνών». Αυτός, ο ιδρυτής, επί πολλά έτη πάσχισε να αποκαταστήσει ακριβώς όπως ήταν τον χώρο του Οθωνικού Μουσείου και, με τη συνεργασία του Εθνικού Μουσείου της Βαυαρίας, των Βαυαρικών Κρατικών Συλλογών και του Ιδρύματος Βίττελσμπαχ, να συλλέξει ενθυμήματα και να εκθέσει με εξαιρετική φροντίδα.
Η υπό των Γερμανών αρχιτεκτόνων Λύντερς και Χόφφερ το 1834 ανεγερθείσα σε κλασσικό ρυθμό κατοικία με κεραμοσκεπή στέγη, κίονες και μπαλκόνια, όπως και οι εσωτερικοί χώροι, με τοίχους σε ώχρα και τυρκουάζ, που περιβάλλονται από ολάνθιστα γύψινα, και η Αίθουσα του Θρόνου επανέκτησαν την αυθεντική, αρχική τους όψη. Όλα όσα έχουν συλλεγεί εδώ, αποτελούν χάρμα οφθαλμών για οποιονδήποτε ενδιαφέρεται για την εποχή του Γερμανικού Φιλελληνισμού – ένα κεφάλαιο της Ιστορίας, που κάθε 20 έτη περιφρονείται εκ νέου για να ανακαλυφθεί ξανά μετά ταύτα!
Στην συλλογή δεν βλέπει κανείς αδαμαντοποίκιλτα στέμματα και βασιλικά εμβλήματα, αλλά ένα αλλοτινό μικροαστικό εξοπλισμό που περιλαμβάνει χάλκινες κατσαρόλες που έχουν τυπωμένο το στέμμα και ένα «Ο». Αντιθέτως, στην όμορη κατοικία, όπου ο Λάμπρος Ευταξίας κατοικεί ακόμη τώρα, βλέπει κανείς τη μεγαλοαστική ατμόσφαιρα, που καίτοι παλαιότερα ήταν τυπική για την Ελλάδα, εντούτοις σήμερα ανήκει στα λίγα υπολείμματα.
Το σύνολο του εξοπλισμού καταδεικνύει το γούστο των πολυταξιδεμένων, τόσο στην Δύση όσο και στην Ανατολή, μεγαλοαστών: Περσικά και τούρκικα χαλιά, πίνακες και χαρακτικά από την Αγγλία, την Γερμανία και την Γαλλία, βυζαντινές εικόνες, βενετσιάνικα σεντούκια του 17ου αι., έπιπλα του Charles X από ξύλο λεμονιάς, Μπήντερμάγερ από μαόνι, κι ακόμα δώδεκα καθίσματα, κατασκευασμένα τον 18ο αιώνα στην Αγγλία των οποίων η ταπετσαρία έχει κεντηθεί, κατά παραγγελία, με θέματα της ελληνικής μυθολογίας. Ο Ευταξίας φρόντισε ώστε ακόμα και παλιές κεντημένες κουρτίνες να φαίνονται καινούργιες.
Μόλις έλθει κάποιος σε αυτό το τμήμα του «Μουσείου της Πόλεως των Αθηνών» απαντά κάτι άλλο μοναδικό: Σχεδόν καμμιά Αθηναϊκή Οικία δεν έχει μείνει σε διαδοχικές γενεές της ίδιας οικογενείας, διότι οι Αθηναίοι αλλάζουν πολύ συχνά και ευχάριστα την κατοικία τους.
Ο Λάμπρος Ευταξίας δώρισε στην Πόλη τις οικίες του πάππου και προπάππου του, ακριβώς εκείνες του προαναφερθέντος τραπεζίτη (Σταματίου) Δεκόζη Βούρου, ο οποίος κατήγετο από την Χίο και απέκτησε την περιουσία του στη Βιέννη, και που ήταν εκ των πρώτων Ελλήνων της αλλοδαπής που ήλθαν στην απελευθερωθείσα Ελλάδα και εκμίσθωσε την οικία του στον Βασιλέα Όθωνα αντί 7.000 δραχμών ετησίως, ποσόν που αντιστοιχεί σήμερα σε περίπου 80.000 δολλάρια ΗΠΑ.
Στον μικρό κήπο πίσω από τις οικίες, εν μέσω άλλων αρχαίων επιτύμβιων, μια λίθινη επιγραφή της ρωμαϊκής εποχής. Επ’ αυτής μνημονεύεται με εκπληκτικό τρόπο θήλυ μέλος της οικογένειας Βούρου. Να κατοικούσε, άραγε, κατά τους Ρωμαϊκούς χρόνους σ’ αυτό το μέρος οικογένεια με αυτό το όνομα;
ΕΥΗ ΜΕΛΑ