Το θεατράκι της Νεάπολης στην Aθήνα και οι οικογενειακές παραστάσεις
του Ελευθερίου Γ. Σκιαδά.
Στα τέλη του 19ου αιώνα η περιοχή της Νεάπολης των Αθηνών είχε μετατραπεί σε ένα ξεχωριστό «κρατίδιο». Φως, ζωή, ξενύχτι, ξημέρωμα… Όλη η γειτονιά στο πόδι από το ένα πρωί στο άλλο. Στο «κρατίδιο» της Νεάπολης Πρόεδρος ήταν το κομψό και ζηλευτό θεατράκι της οδού Ιπποκράτους. Εκεί μέσα εξέβαλε όλη η συνοικία κάθε βράδυ. Εκεί έκλειναν τα ραντεβού τους οι Αθηναίοι «Ναπολιτάνοι». Θεωρούνταν δε και ήταν, η λειτουργία του θεάτρου, βήμα προόδου. Από εκεί τροφοδοτούνταν όλη η συνοικία. Αποτελούσε το καλλιτεχνικό πρόγευμα για να ακολουθήσει το κυρίως καλλιτεχνικό πιάτο. Δημιουργοί του Θεάτρου οι αδελφοί Ρεμούνδου και ο Ηλιόπουλος.
Το θεατράκι της Νεάπολης αποτελούσε σωσίβιο για όσους είχαν ναυαγήσει στον ωκεανό της… ρετσίνας. Τα θέατρα για τους προβληματισμένους της εποχής θεωρούνταν ότι βοηθούσαν την ηθική διάπλαση του κόσμου, αλλά και διέξοδος για τους εραστές της ξανθής ρετσινούλας.
Εκεί λοιπόν συγκεντρωνόταν η ζωή της γειτονιάς τις νύχτες, με τον Βονασέρα, τη Λαλαούνη και τον Πετρίδη. Και οι ακροατές πάντα σε στενό οικογενειακό κύκλο. Όλοι γνωρίζονταν αφού όλοι προέρχονταν από την ίδια συνοικία ή ακόμη κατοικούσαν και στον ίδιο δρόμο. Ότι μπορούσε άλλοτε να ειπωθεί για τους Έλληνες, το περίφημο «Πας μη Έλλην βάρβαρος» μπορούσε πλέον τροποποιημένο να αποδοθεί στους θαμώνες του θεατριδίου της Νεαπόλεως: «Πας μη Νεαπολίτης… τζαμπατζής»!
Δεν ήταν πολλοί οι τζαμπατζήδες του θεάτρου αυτού, το οποίο ωστόσο είχε δημιουργήσει μια μικρή τάξη τυχερών που ήταν όσοι διέθεταν εξώστη ή παράθυρο προς το εσωτερικό του θεάτρου. Αυτοί κάθε βράδυ διέθεταν θεωρείο πρώτης σειράς. Μπορούσαν να παρακολουθούν την «Τύχη της Μαρούλας» και τον «Μπαρμπαλινάρδο», κουβεντιάζοντας ταυτόχρονα για τις οικογενειακές τους υποθέσεις. Ευτυχισμένοι άνθρωποι…