O ναύαρχος Κ. Κανάρης και τα φιλελεύθερα μέτρα που δεν έγιναν δεκτά από το Παλάτι
Τον Ιανουάριο του 1862, το καθεστώς του Όθωνα κλονιζόταν και ο λαός στρεφόταν στον πιο αδιάβλητο από τους παλαιότερους, τον γηραιό μπουρλοτιέρη Κωνσταντίνο Κανάρη. Ο βασιλιάς, κάνοντας έναν διπλωματικό ελιγμό, τον κάλεσε να αναλάβει την κυβέρνηση. Δικαιολογημένα πίστευε ο βασιλιάς πως μια τέτοια επιλογή θα ανέτρεπε –έστω πρόσκαιρα– τη λαϊκή δυσαρέσκεια.
Δεν ήταν ο καταλληλότερος για να διευθύνει τα κοινά. Ήταν όμως λαϊκό σύμβολο για τον αδαμάντινο χαρακτήρα του και την αντίστασή του στο πολιτικό σύστημα. Προσπαθούσαν, λοιπόν, όλοι να εκμεταλλευτούν τη δημοφιλία του και να τον εμπλέξουν, ο καθένας για δικό του λογαριασμό, στις εξελίξεις. Φέρνοντας τα κουρασμένα βήματά του ο γερο-ναύαρχος από το σπίτι του στην οδό Φιλελλήνων προς το Παλάτι για να συναντήσει τον βασιλιά βρήκε μπροστά του εκατοντάδες φοιτητές και πολίτες. Άνοιγαν το δρόμο να περάσει βγάζοντας τα καπέλα τους σε ένδειξη σεβασμού. Ο μικρόσωμος και με τα μικροαστικά χαρακτηριστικά 72χρονος γερουσιαστής είχε πάρει τις αποφάσεις του. Έδωσε στον Όθωνα τον κατάλογο των μελών της κυβέρνησης που πρότεινε, ξέροντας εκ των προτέρων ότι δεν θα γινόταν αποδεκτή.
Πράγματι, η πρότασή του απορρίφθηκε με μια ευγενική επιστολή τριάντα λέξεων. Οι αυλικοί φρόντισαν να διαρρεύσουν ότι ο Κανάρης δεν μπορούσε να σχηματίσει κυβέρνηση. Απέκρυψαν όμως πως είχε δώσει στο βασιλιά και ένα υπόμνημα. Ζητούσε –ούτε λίγο ούτε πολύ– να σχηματίσει κυβέρνηση που δεν θα εξαρτιόταν από το Παλάτι, να καταργηθεί το περίφημο Ανακτοβούλιο και να ληφθεί μακρά σειρά φιλελεύθερων μέτρων (ελευθερία Τύπου, ρύθμιση δημόσιου χρέους κ.ά.). Πρόσκαιρα ο Όθων κέρδισε τις εντυπώσεις και επλήγη το γόητρο του γερο-αγωνιστή. Αλλά λίγους μήνες αργότερα όλοι μάθαιναν την αλήθεια. Ο Όθων έφευγε για την πατρίδα του και ο δεύτερος συμμετείχε στην τριμελή επαναστατική κυβέρνηση.