ΟΛΥΜΠΙΑΚΕΣ ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες στην αρχαιότητα: προκήρυξη, τέλεση, αθλητές, θεατές
Γράφει ο Eλευθέριος Γ. Σκιαδάς
Τη χρονιά τέλεσης των Ολυμπιακών Αγώνων, σπονδοφόροι κήρυκες διέτρεχαν τις πόλεις – κράτη σε όλο τον ελλαδικό χώρο, κηρύσσοντας την εκεχειρία, την ιερή ανακωχή. Οι αγγελιαφόροι αυτοί ήταν Ηλείοι πολίτες. Οι ίδιοι ανακοίνωναν και το χρονικό διάστημα εντός του οποίου θα λάμβαναν χώρα οι Αγώνες. Συνήθως, οι Αγώνες εντάσσονταν στη χρονική περίοδο ανάμεσα στα μέσα Αυγούστου και στα μέσα Σεπτεμβρίου. Αν συνυπολογισθεί και το διάστημα του ενός μηνός προετοιμασίας των αθλητών στην Ήλιδα, γίνεται αντιληπτό πως τουλάχιστον για δύο περίπου μήνες η περιοχή παρέμενε ουδέτερη και ειρηνική. Η διακήρυξη της εκεχειρίας σήμαινε, επίσης, ότι παρείχετο ασφάλεια στις μετακινήσεις των αθλητών και των προσκυνητών. Η μοναδική γραπτή μαρτυρία για την εκεχειρία προέρχεται από τον Λουκιανό, ο οποίος σημειώνει πως από τη στιγμή της αναγγελίας της διαρκεί τέσσερις μήνες, αλλά μάλλον απηχεί το εθιμικό καθεστώς του 2ου αιώνα μ.Χ.
Η χρονική διάρκεια των Αγώνων δεν μπορεί να καθορισθεί με βεβαιότητα. Άλλωστε, αυτή φαίνεται να μεγαλώνει χρονιά με τη χρονιά, ανάλογα με τα αθλήματα που εισάγονται στους Αγώνες. Όπως προκύπτει από τις μαρτυρίες του Πινδάρου, ήδη από τις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ. οι Ολυμπιάδες μετρούν πέντε ημέρες. Επομένως, στην κλασική εποχή φαίνεται να σταθεροποιείται το πρόγραμμά τους. Ο δε όρος Ολυμπιάδα καθιερώνεται μεταγενέστερα, τον 1ο αιώνα π.Χ., ως επίσημη χρονολόγηση των γεγονότων, αντικαθιστώντας τις επιμέρους τοπικές χρονολογήσεις (επώνυμος άρχων στην Αθήνα, έφορος στην Σπάρτη κ.ά.) ή αναφερόμενος παράλληλα με αυτές. Αυτό καταδεικνύει την άμβλυνση των τοπικών διαφορών, που συντελείται τα ελληνιστικά και ρωμαϊκά χρόνια, αλλά και τη διατήρηση του Ολυμπιακού θεσμού ως του βασικού συνδετικού κρίκου με την κλασική παράδοση.
Στα προκλασικά χρόνια οι αθλητές των Αγώνων προέρχονταν κυρίως από τις αριστοκρατικές τάξεις, αντανακλώντας έτσι και την αντίστοιχη κοινωνική δομή. Από τον 6ο αιώνα π.Χ. εκχωρούνται σταδιακά περισσότερα δικαιώματα στον δήμο. Η εξουσία μεταβαίνει από τον άριστο πολεμιστή στον πολίτη της οπλιτικής φάλαγγας. Νέοι θεσμοί, όπως τα Γυμνάσια και το Θέατρο, κάνουν την εμφάνισή τους στις πόλεις. Η εισαγωγή του οπλίτη δρόμου στα Ολυμπιακά αγωνίσματα το 520 π.Χ. αποτελεί το χρονικό ορόσημο που αποδεικνύει το αντίκτυπο της κοινωνικής μεταβολής και στην Ολυμπία. Παρά ταύτα, η αριστοκρατία δεν έπαυσε να θεωρεί προνόμιό της τους Αγώνες, πολύ περισσότερο αφού λόγω οικονομικής ευχέρειας της ήταν ευκολότερο να συμμετέχει σε αυτούς. Χαρακτηριστική είναι η αναφορά του Ισοκράτη στον Αλκιβιάδη, εν όψει της συμμετοχής του δευτέρου στο αγώνισμα της αρματοδρομίας στην Ολυμπιάδα του 416 π.Χ.: «Ενώ αυτός δεν υπήρξε κατώτερος ουδενός, μήτε στο σώμα μήτε στο νου, περιφρόνησε τους γυμνικούς αγώνες, επειδή ήξερε πως μερικοί από τους αθλητές που θα συμμετείχαν είχαν άσημη καταγωγή και κατοικούσαν σε μικρές πόλεις, είχαν αποκτήσει δε ασήμαντη μόρφωση…».
Πριν από την έναρξη των Αγώνων οι αθλητές, οι πατέρες και οι αδελφοί τους, οι γυμναστές και οι Ελλανοδίκες ορκίζονταν στο άγαλμα του Όρκιου Διός. Τις σχετικές πληροφορίες παραδίδει ο Παυσανίας, ο οποίος επιπλέον αναφέρει ότι ο όρκος δινόταν πάνω σε κομμάτια κρέατος κάπρου, ενώ οι παραπάνω παράγοντες, ο καθένας ξεχωριστά, ορκίζονταν, οι μεν αθλητές και γυμναστές πως επί δέκα συνεχείς μήνες εφάρμοζαν τους σχετικούς με την προπόνηση κανονισμούς και πως δεν θα γινόταν κανένα παράπτωμα εκ μέρους τους κατά τη διάρκεια των Αγώνων, οι δε Ελλανοδίκες πως θα κρίνουν δίκαια, χωρίς να δεχτούν δώρα, για καθετί, από την αποδοχή των αθλητών στα αγωνίσματα μέχρι και τη συμμετοχή τους, και πως κάθε απόφασή τους θα την κρατούσαν μυστική από τους υπολοίπους.
Μετά τον όρκο, οι Ελλανοδίκες όριζαν με κλήρο τους αντιπάλους και υποδείκνυαν σε δρομείς και άρματα τις θέσεις που θα λάμβαναν. Την επόμενη μέρα, με την ανατολή του Ηλίου, και με συνοδεία από σάλπιγγες, εισερχόταν στο Στάδιο, με αργό βήμα και σε παράταξη, η πομπή των αθλητών και των Ελλανοδικών, της οποίας προηγείτο ο πρεσβύτερος των Ελλανοδικών. Όλοι έπαιρναν τις προκαθορισμένες θέσεις τους. Τότε κήρυκας εκφωνούσε τα ονόματα των αθλητών καλώντας το πλήθος να τους προσάψει εκείνη τη στιγμή κάθε τυχόν μομφή που δεν θα τους επέτρεπε να αγωνιστούν. Έπειτα άρχιζαν οι Αγώνες.
Οι θεατές, έως και 40.000, συναθροίζονταν στις πλαγιές του Σταδίου. Το ενδιαφέρον τους για τα αγωνίσματα ήταν μεγάλο και ακούγονταν, ανάλογα με τις συμπάθειες και τις αντιπάθειές τους, «επευφημίαι», «επιβοήσεις», αλλά και «λοιδορίαι» και «καταφοραί». Ο Φιλόστρατος παραδίδει πως με βοές ανασηκώνονται, χειροκροτούν, άλλοι ανεμίζουν τα ρούχα τους και άλλοι ψευτοπαλεύουν με τους διπλανούς τους. Γυναίκες δεν παρευρίσκονται. Όλες βρίσκονται συγκεντρωμένες στην απέναντι όχθη του Αλφειού. Εξαίρεση αποτελεί η ιέρεια της Δήμητρας Χαμύνης (= χθόνιας), η οποία παρακολουθεί από επίσημη θέση. Παραδίδεται, δε, πως η μόνη γυναίκα που κατάφερε να μπει μεταμφιεσμένη για να θαυμάσει τον γιο της που αγωνιζόταν ήταν η Καλλιπάτειρα. Από τον ενθουσιασμό της όμως για την επιτυχία του γιου της αποκαλύφθηκε. Οι κριτές δεν την τιμώρησαν αφού ήταν κόρη ένδοξου Ολυμπιονίκη, του Διαγόρα, αλλά έκτοτε θέσπισαν οι Αγώνες να είναι γυμνικοί.