OΛΥΜΠΙΑΚΕΣ ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ. Το αίτημα για μόνιμη τέλεση των Αγώνων στην Ελλάδα

Ολόκληρη η βασιλική οικογένεια φθάνει στο Στάδιο κατά την τελετή ενάρξεως της Ολυμπιάδος. Ο ρόλος της στη στήριξη του Ολυμπισμού υπήρξε ιδιαίτερος.

Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς

Η υπόθεση του αιτήματος για μόνιμη τέλεση των νεότερων Ολυμπιακών Αγώνων στη γενέτειρά τους, την πόλη των Αθηνών, δεν ήταν κάτι καινούργιο. Οι ρίζες της μπορούν να αναζητηθούν στην πρώτη κιόλας Ολυμπιάδα, όταν οι νίκες των Ελλήνων αθλητών σκόρπισαν τη συγκίνηση και την υπερηφάνεια στον λαό, ο οποίος στα αθηναϊκά αυτά επιτεύγματα έβλεπε να ζωντανεύει το αρχαίο προγονικό μεγαλείο. Οι νεότεροι Έλληνες, γνήσιοι συνεχιστές αυτού, αναδείκνυαν μέσα από την ευγενική αγωνιστική τους διάθεση ένα πλούτο υψηλών ιδανικών. Πριν καλά καλά οι ξένοι αθλητές και επισκέπτες εγκαταλείψουν το «αθλητικό πανηγύρι» του 1896, ο μύχιος αυτός ελληνικός πόθος όχι μόνο εξωτερικεύτηκε, αλλά έφθασε να γίνει καθημερινό θέμα συζήτησης στα χείλη των Ελλήνων. Τον ενθουσιασμό τους συμμερίζονταν μάλιστα και οι ξένοι, κυρίως δε οι Αμερικανοί, οι οποίοι με θέρμη υποστήριζαν το αίτημα για μόνιμη τέλεση των Αγώνων.

Η χαρά για την ελληνική νίκη στον Μαραθώνιο Δρόμο έδωσε το έναυσμα για εορτασμούς και πανηγυρικές εκδηλώσεις. Πριν ακόμα λήξουν οι Αγώνες, ο βασιλιάς Γεώργιος έσπευσε να παραθέσει επίσημο γεύμα στους ξένους αθλητές. Η πρόσκληση προέβλεπε «στολή περιπάτου» για τους 260 αθλητές. Άλλοι προσήλθαν με κοστούμι, άλλοι με τις περίφημες ρεντιγκότες και ένας Αμερικανός «…με βραχείαν περισκελίδα ποδηλάτου…». Παρευρέθησαν επίσης υπουργοί, δήμαρχοι και προπάντων όλες οι ξένες αθλητικές αποστολές.

Απαντώντας στα διάφορα κολακευτικά σχόλια, ο Γεώργιος Α’ ανέφερε, ανάμεσα στα άλλα, και τα εξής: «…Η Ελλάς, μήτηρ και τροφός των γυμναστικών αγώνων εν τη Πανελληνίω αρχαιότητι, αναλαβούσα και εκτελέσασα αυτούς και σήμερον μετά θάρρους υπό τα όμματα της Ευρώπης και του Νέου Κόσμου, δύναται νυν, ότε η επιτυχία γενικώς ανωμολογηθή, να ελπίση, ότι οι τιμήσαντες αυτήν ξένοι θέλουσιν ορίσει την χώραν ημών ως ειρηνικόν εντευκτήριον των εθνών, ως διαρκές και μόνιμον πεδίον των Ολυμπιακών Αγώνων…». Η αναφορά αυτή του Γεωργίου δεν αποτέλεσε μοναδικό παράδειγμα ούτε ήταν μια μεμονωμένη φωνή, αλλά αντηχούσε το γενικότερο κλίμα, όπως αυτό διαμορφωνόταν στους δρόμους της Αθήνας και καταγραφόταν στις στήλες των εφημερίδων. Το παλάτι έβλεπε στο θέμα της μόνιμης τέλεσης των Ολυμπιακών μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για ενίσχυση της θέσης του εν καιρώ οικονομικών δυσκολιών και προβλημάτων με τους γείτονες.

To φιλοτεχνημένο από τον Γ. Ροϊλό εξώφυλλο του Πανηγυρικού Τεύχους της εφημερίδας «ΕΣΤΙΑ», που εκδόθηκε ενόψει των Ολυμπιακών Αγώνων του 1896.

Θετικά μηνύματα όσον αφορά στο «περί μονιμότητας» αίτημα κατέφθαναν και από το εξωτερικό. Λίγες μέρες μετά τη λήξη των Αγώνων, δημοσιεύθηκε στους «Times» του Λονδίνου άρθρο, το οποίο αναδημοσίευσε η εφημερίδα «Άστυ» την 11η Απριλίου του 1896: «…γενικώς εκφράζεται η ευχή όπως αι Αθήναι ορισθώσιν εις το μέλλον ως παγία έδρα των Ολυμπιακών Αγώνων. Οι Παρίσιοι εξελέγησαν ήδη υπό του Αθλητικού Συνεδρίου ως θέατρον των αγώνων κατά το 1900, αλλ’ επειδή ουδεμία οριστική απόφασις ελήφθη ως προς τας εν τω μέλλοντι εορτάς, δυνατόν είναι να εισακουσθώσιν αι δικαίαι αιτήσεις των Αθηνών…».

Η πλέον επίσημη έκφραση του αιτήματος για μόνιμη τέλεση των Ολυμπιακών Αγώνων στην Ελλάδα ήταν ο νόμος ΒΧΚΑ’ «Περί γυμναστικής και γυμναστικών και αθλητικών αγώνων», ο οποίος σημείωνε με σαφήνεια ότι ένα από τα κύρια μελήματα της Επιτροπής Ολυμπιακών Αγώνων ήταν η ανά τετραετία εξακολούθηση των Αγώνων του 1896. Έτσι, η ελληνική αξίωση, λαμβάνοντας την οριστική μορφή της, όξυνε τις προϋπάρχουσες αντιθέσεις με τη Διεθνή Ολυμπιακή Επιτροπή και τον βαρόνο Coubertin, που θεωρούσαν ως ουσιαστικότερο στοιχείο της αναβίωσης του θεσμού τον διεθνή του χαρακτήρα. Η Ελλάδα έπρεπε, σύμφωνα με τον νόμο, να τελέσει το 1900 τους δεύτερους Ολυμπιακούς Αγώνες, η διεξαγωγή των οποίων όμως είχε ήδη ανατεθεί από τη ΔΟΕ στο Παρίσι. Ο τρίτος εορτασμός του θεσμού είχε ανατεθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και όσον αφορά στον τέταρτο ήταν ήδη υπό συζήτηση η υποψηφιότητα της Ρώμης. Οι κινήσεις αυτές από πλευράς του ελληνικού κράτους έγειραν τα αρνητικά σχόλια και τους χλευασμούς αρκετών ξένων αθλητικών παραγόντων, οι οποίοι τις θεώρησαν «παρασπονδία πλατωνικού χαρακτήρος» λόγω των συνεχόμενων οικονομικών δυσκολιών που αντιμετώπιζε η Ελλάδα.

Οι καλές διαθέσεις από ελληνικής πλευράς παρέμειναν απραγματοποίητες. Δεν υπήρξε καμιά περαιτέρω μέριμνα ούτε ακόμα και για τη συμμετοχή της Ελλάδας στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Παρισιού. Χαρακτηριστικό είναι ότι, παρά την ψήφιση του προαναφερόμενου νόμου ΒΧΚΑ’ και των προβλεπόμενων διατάξεών του, μόλις το 1901 διορίσθηκε η Επιτροπή Ολυμπιακών Αγώνων, δύο χρόνια μετά δηλαδή τη δημοσίευσή του. Το ζήτημα θα επανέλθει στην επικαιρότητα το 1905, οπότε και δρομολογούνται για την επόμενη χρονιά οι Β’ Διεθνείς Ολυμπιακοί Αγώνες των Αθηνών. Παρά την επιτυχημένη αυτή διοργάνωση, οι ελληνοκεντρικές ενέργειες περί μόνιμης τέλεσης των Αγώνων δεν καρποφόρησαν για διάφορους λόγους, κυρίως όμως λόγω έλλειψης οικονομικής και πολιτικής σταθερότητας.

ΠΗΓΕΣ – ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
Είναι γνωστό πως το μεγαλύτερο μέρος των δημοσιεύσεων στην εφημερίδα μας αλλά και στον ιστότοπο www.mikros-romios.gr στηρίζεται σε αδημοσίευτες πηγές και είναι προϊόν πρωτογενούς έρευνας.
Επειδή δεν είναι δυνατόν να παρατίθενται παραπομπές, λόγω του δημοσιογραφικού χαρακτήρα των δημοσιεύσεων, οι ερευνητές που επιθυμούν να εντρυφήσουν περισσότερο στα δημοσιευόμενα θέματα μπορούν να επικοινωνούν με το Τμήμα Αρχειακών Μελετών του «Μουσείου της Πόλεως των Αθηνών - Ιδρύματος Βούρου-Ευταξία» (Tηλ: 210-3426833 και 210-3231397) ή ηλεκτρονικά (info@mikros-romios.gr), ώστε να ενημερώνονται για παραπομπές ή να συλλέγουν συμπληρωματικές πληροφορίες.