To ρουσφέτι και οι Γερμανοί γραφειοκράτες
Το ρουσφέτι (τουρκ. rusvet), καταδικάζεται από δεκαετίες και καταβάλλεται προσπάθεια να εξοβελιστεί από τη δημόσια ζωή της χώρας, διότι παραβιάζει τους κανόνες της ισότητας, της ισονομίας, της αξιοκρατίας και της αμεροληψίας. Εμμέσως επανήλθε στην επικαιρότητα μέσω των κατηγοριών που εξαπολύουν εναντίον των Ελλήνων επίσημα και ανεπίσημα χείλη και Μέσα, κυρίως από Γερμανούς γραφειοκράτες. Άπειρες είναι οι περί του φαινομένου αναλύσεις, ισάριθμες και οι καταδίκες του.
Μπορεί η προέλευση της λέξης να είναι τουρκική, αλλά η γέννηση του φαινομένου χάνεται στα χρόνια του Βυζαντίου και η επικράτησή του στα πολιτισμικά χαρακτηριστικά των βαλκανικών χωρών.
Ο φιλόσοφος Κόμης Χέρμαν Κάιζερλινγκ (1880-1946), ιδρυτής του «Σχολείου της Σοφίας», ήταν εκείνος που από τη δεκαετία του 1930 ακόμη ασχολήθηκε σοβαρά με το φαινόμενο «ρουσφέτι». Προσπαθώντας να ερμηνεύσει τα διάφορα ρεύματα στην ανήσυχη Ευρώπη ανέδειξε τον ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα του «ρουσφετιού» στα Βαλκάνια, τα οποία διατηρούσαν στοιχεία του βυζαντινού πολιτισμού. Επισήμανε μάλιστα ότι η αποστολή των βαλκανικών κρατών στην Ευρώπη δεν μπορούσε να είναι άλλη παρά η αναβίωση της βυζαντινής παράδοσης, από τη μαγειρική μέχρι το πνεύμα και την ποίηση.
Ίσως να είναι και ο μόνος υπερασπιστής του ρουσφετιού στη μακραίωνη ιστορία του. Όχι βεβαίως με την ευτελή έννοια που το καταντήσαμε στις ημέρες μας, αλλά «ως επιθυμία να είναι κανείς ευάρεστος». Οπότε το ρουσφέτι αντιπροσωπεύει κάτι το ανθρώπινο, το οποίο έχει σχέση με πρόσωπα και, σύμφωνα με τον Κάιζερλινγκ «διά τούτο έχει μεγαλειτέραν αξίαν από τα πραγματικά ελατήρια και τους πραγματικούς υπολογισμούς, που δεν επηρεάζονται από τα πρόσωπα»! Μάλιστα ο ίδιος δεν παρέλειψε να επισημάνει πως αυτή ήταν μία από τις αφορμές «συνεπεία των οποίων όλαι αι μεγάλαι εποχαί θεωρούνται από τους Γερμανούς γραφειοκράτας διεφθαρμέναι»!