Και η “τσίπα” έχει τη δική της ιστορία (που ξεκινά το 1883)
Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Είναι γνωστό πως οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία. Έτσι, ακούμε τις τελευταίες ημέρες, συχνά πυκνά, τη φράση «μα δεν έχουν τσίπα» ή «είναι ξετσίπωτοι»; Το ουσιαστικό «τσίπα» σημαίνει την πέτσα, την κρούστα αλλά και την ντροπή. Δηλαδή όταν λέμε δεν έχουν τσίπα εννοούμε δεν ντρέπονται. Παλαιότερα λεξικά έγραφαν πως τσίπα είναι ο λεπτός υμένας που περικαλύπτει κάτι, ιδιαιτέρως δε παρέπεμπαν στην πέτσα του γάλακτος. Ήταν μια λέξη της δημοτικής, η οποία χρησιμοποιούνταν σε διάφορα μέλη της Ελλάδας.
Μπήκε στο στόχαστρο των φιλόλογων το 1883, όταν τη χρησιμοποίησε σε άρθρο του ο γνωστός γιατρός και διακεκριμένος περιηγητής Παναγιώτης Ποταγός (1838-1904) (φωτό). Καταγόμενος ο ίδιος από τη Βυτίνα ισχυρίσθηκε ότι η λέξη «τζίπα», με την έννοια του δόγματος, είναι πελασγική και η χρησιμοποίησή της ήταν μια πρόσθετη απόδειξη πως οι κάτοικοι ήταν απόγονοι των Πελασγών.
Τη σκυτάλη πήρε ο επίσης γνωστός φιλόλογος Ιάκωβος Δραγάτσης (1853-1935). Έγραψε, ότι κακώς ισχυρίστηκε ο Ποταγός πως η λέξη χρησιμοποιούνταν μόνον από τους κατοίκους ενός μέρους της Πελοποννήσου, διότι ο ίδιος συναντούσε τη λέξη να χρησιμοποιείται από κατοίκους των νησιών του Αιγαίου, ίσως δε να την χρησιμοποιούσαν και σε άλλες περιοχές. Ανέφερε πως στη Σίφνο χρησιμοποιούσαν τη λέξη «αποτσιπωμένος», εννοώντας τον αναιδή, δηλαδή εκείνον που δεν είχε τσίπα, δέρμα, ντροπή. Για την αναίδεια χρησιμοποιούσαν τη λέξη «αποτσιπωσία», καθώς και τις εκδοχές «ξετσίπωτος» και «ξετσιπωσία». Τη μόνη διαφορά που έβρισκε ο Δραγάτσης ήταν πως δεν φερόταν απλά και μόνη της η λέξη, αλλά με συνθετικό και πως η χρήση της ήταν μεταφορική αλλά εξαιρετικά εικονική και εκφραστική.
Πάντως, η λέξη καταγράφηκε στο καθημερινό λεξιλόγιο και σήμερα μάλλον όλοι γνωρίζουν την τσίπα και τους ξετσίπωτους.