Χωρίς αποκριάτικους εορτασμούς «ένεκα της σοβαρότητος των περιστάσεων»
Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Εκατό χρόνια πριν, το 1913, στην πρωτεύουσα απουσίαζε κάθε αποκριάτικη κίνηση. Δεν θα μπορούσε, άλλωστε, να συμβεί και κάτι διαφορετικό. Τα βλέμματα όλων ήταν στραμμένα στην εθνική υπόθεση, στους Βαλκανικούς Πολέμους. Ελληνικά πολυβόλα, βομβαρδισμοί, κατάληψη των Ιωαννίνων, των Αγίων Σαράντα και άλλων ελληνικών πόλεων της Ηπείρου, δηλώσεις του Ελευθερίου Βενιζέλου, αλλά και οι γιορτές και οι δοξολογίες που συνοδεύουν την προέλαση του Ελληνικού Στρατού μονοπωλούν το ενδιαφέρον του αθηναϊκού κοινού αλλά και της υπόλοιπης Ελλάδας.
«Εις την αγωνιζομένην Ελλάδα δεν είνε βεβαίως δυνατόν να εορτάσωμεν Απόκρεω, αφού έχομεν πόλεμον, σοφώτατα δε η αστυνομία έλαβε και μέτρα εναντίον πάσης αποπείρας εορτασμού, οι δε κ.κ. Θεοδοσίου και Κουλουρής έσπευσαν και προ της αστυνομικής διατάξεως να δηλώσουν ότι δεν θα διοργανώσουν τας συνήθεις παραστάσεις των εφέτος ένεκα της σοβαρότητος των περιστάσεων», έγραφε μία εφημερίδα. «Θα ήτο χαρακτηριστικόν εκφυλισμού, καθ’ ην εποχήν το τίμιον αίμα των αδελφών μας χύνεται άφθονον εις τα Ηπειρωτικά βουνά υπέρ πίστεως και πατρίδος, εις τας πόλεις να γίνωνται διασκεδάσεις προς εορτασμόν των Απόκρεω», συμπλήρωνε άλλη.
Εν τω μεταξύ, το χιόνι που έπεσε στην Αθήνα συμπλήρωσε το σκηνικό και κάλυψε τις Απόκριες, για τις οποίες ο Γεώργιος Σουρής έγραψε στον «ΡΩΜΗΟ» του: «Καλώς τον, τον Καρνάβαλο /που πρόβαλε κι’ εκείνος /ερείπιο, σαράβαλο, /κι’ έγινε τόσος θρήνος».
Την προτελευταία Κυριακή της Αποκριάς, 17 Φεβρουαρίου, στον Πειραιά και με πρωτοβουλία δημοτικών σχολείων, ετοιμάσθηκαν μαθητικές γιορτές, τα έσοδα των οποίων διατέθηκαν στις άπορες οικογένειες των επιστράτων του Πειραιώς. Η αποκριάτικη ιστορία εκείνης της χρονιάς κλείνεται σε δώδεκα λέξεις που γράφτηκαν στον Τύπο της εποχής εκείνης: «Αι Απόκρεω παρήλθον άνευ ουδεμιάς ζωηρότητος. Ο πόλεμος έχει νεκρώσει τα πάντα».