Πως δεν κτίσθηκε η Βουλή στην πλατεία Κλαυθμώνος (1901)

ΠΑΛΙΑ_ΒΟΥΛΗτου Ελευθερίου Γ. Σκιαδά

Δεν έχουν μόνον οι δρόμοι τη δική τους ιστορία. Εξίσου πλούσια και απολαυστική είναι η ιστορία των πλατειών. Ιδιαίτερα στην Αθήνα, οι ανοιχτοί χώροι των πλατειών, οι οποίοι έχουν πληρωθεί αδρά από τον αθηναϊκό λαό από τότε που η Αθήνα έγινε πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους, βρέθηκαν στο «στόχαστρο» των εκάστοτε κυβερνήσεων που θεωρούσαν πως μπορούν να χρησιμοποιούν την ισχύ τους και να καταδυναστεύουν τους ελεύθερους δημοτικούς χώρους. Ατέλειωτες και άγνωστες είναι οι ιστορίες που αφορούν στις αθηναϊκές κεντρικές και συνοικιακές πλατείες. Από τις πλατείες Ομονοίας, Συντάγματος, Κοτζιά (Δημαρχείου) και Φιλικής Εταιρείας (Κολωνακίου) μέχρι την πλατεία Φλέμινγκ (Βοτανικός) και την πλατεία Πλυτά (Δουργούτι). Μία τέτοια ιστορία γεννήθηκε όταν η κυβέρνηση προσπαθούσε, το 1901, να ανεγείρει νέο Μέγαρο Βουλής στην πλατεία Κλαυθμώνος.
Η αδήριτη ανάγκη ανέγερσης νέας Βουλής είχε διαπιστωθεί πολλά χρόνια νωρίτερα. Βεβαίως, δεν περνούσε ακόμη από τη σκέψη κανενός να μετατραπούν σε Βουλή τα Βασιλικά Ανάκτορα, όπου στεγάζεται σήμερα. Εκεί κατοικούσε ακόμη με την πολυπληθή οικογένειά του ο βασιλιάς Γεώργιος Α’. Αλλά η κατάσταση της Βουλής –σημερινής Παλαιάς Βουλής– δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στις κοινοβουλευτικές ανάγκες όπως διαμορφώνονταν στις αρχές του 20ού αιώνα. Η ακουστική της κεντρικής αίθουσας ήταν η «χειρίστη», η βιβλιοθήκη πνιγόταν και ασφυκτιούσε στη μοναδική της αίθουσα, οι χώροι συνάθροισης των βουλευτών ήταν «στενόχωροι», χρησίμευαν ως «καπνιστήρια», χώροι συσκέψεων, «ενίοτε δε και αναπαύσεως επί των καναπέδων»! Ο θόρυβος και η σύγχυση που προκαλούσαν οι αμέτρητοι φίλοι των βουλευτών που τους επισκέπτονταν έκαναν την κατάσταση ακόμη πιο δυσάρεστη. Βουλευτές, ψηφοφόροι, υπάλληλοι και στρατιώτες συνωστίζονταν στους διαδρόμους και στις αίθουσες, αλλά και στην αίθουσα των συνεδριάσεων. Ο χώρος πίσω από το προεδρείο «είχε μεταβληθή εις καπνιστήριον, συνδιαλεκτήριον, αναψυκτήριον και τα λοιπά».

ΒΟΥΛΗ_ΑΝΑΚΤΟΡΑ

Η πρόταση

Ο Πρωθυπουργός Γεώργιος Θεοτόκης και ο Υπουργός Οικονομικών Ανάργυρος Σιμόπουλος αντιμετώπιζαν ήδη προβλήματα με το κτίριο του υπουργείου Οικονομικών, το οποίο είχε ανεγερθεί στη μία πλευρά της πλατείας Κλαυθμώνος το 1834-35 και ήταν ήδη απαξιωμένο. Αλλά ο Δήμος Αθηναίων είχε αγοράσει τη γη για να δημιουργήσει πλατεία. Ζητούσε λοιπόν την απομάκρυνση του υπουργείου και την κατεδάφιση του κτιρίου. Όμως ο πανίσχυρος υπουργός Σιμόπουλος επιδεικνύοντας την «ισχύ του γκουβέρνου» συμφωνούσε να κατεδαφίσει το υπουργείο Οικονομικών, αλλά απαιτούσε να ανεγείρει στην πλατεία Κλαυθμώνος το νέο Μέγαρο της Βουλής των Ελλήνων. Ήταν η εύκολη λύση αλλά και πρακτική των κυβερνήσεων να αρπάζουν μεγάλα τμήματα δημοτικών εκτάσεων ή να παρεμβαίνουν αυθαίρετα και για λόγους εντυπωσιασμού στα κεντρικότερα σημεία της πρωτεύουσας. Έτσι και τότε (1901), χωρίς σχέδια και πρόγραμμα, κάτω από την πίεση του Τύπου της εποχής, που διαμαρτυρόταν για τις αρνητικές συνθήκες που επικρατούσαν στη Βουλή, ζητούνταν από τον Δήμο Αθηναίων η «άνευ όρων» παράδοση της πλατείας.
Αλλά ο υπουργός λογάριαζε χωρίς τον… ξενοδόχο. Και ξενοδόχος, εν προκειμένω, ήταν ο Δήμαρχος Αθηναίων Σπύρος Μερκούρης και το δημοτικό συμβούλιο, που αρνούνταν πεισματικά να αποδεχτούν τις προτάσεις της κυβέρνησης. Θεωρούσαν ορθώς τον Κήπο του Κλαυθμώνος «αναγκαιότατον εις τον καλλωπισμόν και την υγείαν της πόλεως». Φρόντιζαν δε να επισημαίνουν ότι ο Δήμος βρισκόταν ήδη στα Δικαστήρια με το Δημόσιο αφού το υπουργείο Οικονομικών που βρισκόταν εκεί είχε ανεγερθεί –αυθαίρετα– σε δημοτική γη! Ο ένας μετά τον άλλον οι δημοτικοί σύμβουλοι κατέθεταν προτάσεις.
Ακούστηκαν πολλά εκείνη την εποχή, πέραν βεβαίως του αυτονόητου, ότι «αι πλατείαι χρησιμεύουν δια την υγείαν της πόλεως». Το έγγραφο του υπουργείου που είχε γεννήσει το θέμα χαρακτηρίστηκε «ανευλαβές» και μόνον ένας δημοτικός σύμβουλος, ονόματι Ιωάννης Φωτίου συμφώνησε με την κυβερνητική πρόταση. Η «πολεμική» σημαία είχε ήδη υψωθεί στο διώροφο ακόμη Δημαρχιακό Μέγαρο της οδού Αθηνάς. Το δημοτικό συμβούλιο απέρριψε πανηγυρικά την πρόταση της κυβέρνησης, γεγονός που είχε επίπτωση στους στρατηγικούς σχεδιασμούς του Σπύρου Μερκούρη για τα δημοτικά έργα. Οι συζητήσεις συνεχίστηκαν και ο Τίμος Μωραϊτίνης έγραφε πως η «πλατεία Κλαυθμώνων» μετατρεπόταν σε «πλατεία Γελώτων»!

Από το Μέγαρο Βουλής
στη δημιουργία πάρκινγκ

Οι περιπέτειες της πλατείας Κλαυθμώνος δεν τέλειωσαν βεβαίως με την αποτυχημένη προσπάθεια δημιουργίας εκεί του Μεγάρου της Βουλής. Στα μέσα της δεκαετίας του ’20, μια νέα πρόταση, αυτή τη φορά για την ανέγερση Χρηματιστηρίου επί της πλατείας, προκάλεσε νέες αντιδράσεις. Μεταπολεμικά χρησιμοποιήθηκε ως χώρος στάθμευσης των συμμαχικών (:αμερικανικών) αυτοκινήτων και φιλοξένησε τη μόνιμη έκθεση Δοξιάδη για τις καταστροφές που υπέστη η Ελλάδα κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τη δεκαετία του ’50 συζητήθηκε η ανέγερση εκεί του «πολυπόθητου» δικαστικού μεγάρου, ενώ έγινε και διαγωνισμός για την «αξιοποίηση» της πλατείας.
Σε όλες τις μεθοδεύσεις για αλλαγή του χαρακτήρα της πλατείας αντέδρασε ο Δήμος Αθηναίων, ο οποίος όμως δεν κατόρθωσε να αντιδράσει όταν το επταετές στρατιωτικό καθεστώς επέβαλε τη δημιουργία υπόγειων χώρων σταθμεύσεως, αψηφώντας και πάλι για τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα του Δήμου Αθηναίων, τα οποία τελικά αναγνώρισαν τα ελληνικά δικαστήρια. Αυτή είναι ένα ελάχιστο δείγμα από την πλατεία Κλαυθμώνος, που έχει κι αυτή την δική της ιστορία.

ΠΗΓΕΣ – ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
Είναι γνωστό πως το μεγαλύτερο μέρος των δημοσιεύσεων στην εφημερίδα μας αλλά και στον ιστότοπο www.mikros-romios.gr στηρίζεται σε αδημοσίευτες πηγές και είναι προϊόν πρωτογενούς έρευνας.
Επειδή δεν είναι δυνατόν να παρατίθενται παραπομπές, λόγω του δημοσιογραφικού χαρακτήρα των δημοσιεύσεων, οι ερευνητές που επιθυμούν να εντρυφήσουν περισσότερο στα δημοσιευόμενα θέματα μπορούν να επικοινωνούν με το Τμήμα Αρχειακών Μελετών του «Μουσείου της Πόλεως των Αθηνών - Ιδρύματος Βούρου-Ευταξία» (Tηλ: 210-3426833 και 210-3231397) ή ηλεκτρονικά (info@mikros-romios.gr), ώστε να ενημερώνονται για παραπομπές ή να συλλέγουν συμπληρωματικές πληροφορίες.