ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ*

Βασίλειος Σπ. Μαρκεζίνης

Βασίλειος Σπ. Μαρκεζίνης

Βασιλείου Σπ. Μαρκεζίνη (22-12-1862/4-1-1863 — 15-5-1942).

Ἀπὸ τοῦ λίκνου μέχρι τοῦ καινοῦ μνημείου τοῦ Ἰωσήφ, ἀπὸ τῆς φάτνης μέχρι τοῦ Γολγοθᾶ, ποίησις ἀληθὴς καὶ ζῶσα περιβάλλει ἅπαντα τὸν ἱστορικὸν βίον τοῦ Μεγάλου τῆς ἀνθρωπότητος Ἀναμορφωτοῦ.

Ἀλλ’ ὅπως ἅπας ὁ βίος τοῦ Ναζωραίου ὑπῆρξε ποιητικὸς, οὕτω καὶ ἡ ἀνάστασις Αὑτοῦ ἐκ νεκρῶν ὑπῆρξε ποιητική. Συμβολίζουσα τὴν κατίσχυσιν τοῦ ἀγῶνος, τὴν νίκην τῆς ἀληθείας, τὸν θρίαμβον τῆς ἰδέας.

Πολὺ πρὶν ἢ ἔλθῃ ὁ Χριστὸς εἰς τὸν κόσμον προάγγελοι τῆς ἐλεύσεως Αὑτοῦ ὑπῆρξαν ἡ ἑβραϊκὴ καὶ ἡ ἑλληνικὴ φιλοσοφία. Τὸ στόμα τῶν προφητῶν καὶ τὸ βῆμα τῶν φιλοσόφων προελάλησαν περὶ Αὑτοῦ. Τὸ κρῖνον τοῦ Γαβριήλ, ὅπερ προσηνέχθη πρὸς τὴν περίτρομον Μαριὰμ, ἦλθε μόνον ὅπως καθορίσῃ τὸν χρόνον καθ’ ὂν ἡ Θεία συγκατάβασις εἶχεν ὁρίσει τὴν πίστωσιν τοῦ γεγονότος, τὴν ἐνανθρώπισιν τοῦ Σωτῆρος.

Ἀλλ’ οἱ γράψαντες τὸν βίον τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἐκτραγωδήσαντες πᾶσαν τὴν ἱστορικὴν Αὑτοῦ ἐπὶ τῆς Γῆς θείαν σταδιοδρομίαν ἠθέλησαν νὰ ἐξαρθῶσιν ἐν τῇ διηγήσει ἐξαίροντες ἰδίᾳ τὸ τελευταῖον στάδιον τοῦ μαρτυρικοῦ Αὑτοῦ βίου, ἀπὸ τῆς πανηγυρικῆς εἰσόδου Του εἰς Ἰεροσόλυμα μέχρι τῆς ὑπὸ τοῦ πιστοῦ Νικοδήμου ἐν ὀθόνῃ περιτυλίξεως τοῦ τιμίου σώματος Αὑτοῦ.

Ἀλλ’ οὐδὲν, οὔτε τὰ πάθη Αὑτοῦ, οὔτε ὁ ἀτιμωτικός ἔτι σταυρικὸς Του θάνατος, δύνανται νὰ παραστήσωσι τὸ μέγεθος τῆς θείας Αὑτοῦ συγκαταβάσεως, ὅσον ἡ ἀρχικὴ συγκατάβασις Αὑτοῦ του νὰ κατέλθῃ ἐκ τοῦ οὐρανίου Του Θρόνου καὶ ἐν τῇ ταπεινῇ φάτνῃ τῶν ἀλόγων νὰ ἐνανθρωπίσῃ ἐπὶ τῆς Γῆς, νὰ συμφυρθῇ μετὰ τῶν ἀνθρώπων, ἐκεῖνος, «οὐ ἡ ἀρχὴ ἐπὶ τῶν ὤμων Αὑτοῦ», ὁμοιώματι ἀνθρώπων γενόμενος, Υἱὸς ἀνθρώπου Αὑτὸς, ἐπὶ τέλους δὲ πάντα κακὰ παθὼν ὑπὲρ τῶν ἀνθρώπων νὰ ἀποθάνῃ ὑπὲρ αὐτῶν.

Εἴκοσιν ὅλοι αἰῶνες ἀριθμοῦνται ἀπὸ τοῦ σημαντικωτέρου γεγονότος τῆς ἀνθρωπότητος καὶ ἡ ἀνθρωπότης ἐξακολουθεῖ νὰ γονυπετῆ εὐλαβῶς πρὸ τῆς ἀθανάτου ἐκείνης καὶ ἱστορικῆς μορφῆς, ἥτις ἐλάμπρυνε καὶ διηύγασε τὸ στερέωμα καὶ ἥτις ἔθηκε τὰς ἀσαλεύτους καὶ ὑγιεῖς βάσεις τοῦ κατὰ Θεὸν καὶ κατ’ ἄνθρωπον πολιτεύεσθαι.

Παρέδωκεν εἰς τὴν ἀνθρωπότητα ἀγράφους τοὺς νόμους τῆς ἠθικῆς Αὑτὸς ὁ νομοθέτης τοῦ Ἠθικοῦ Νόμου, ὅστις ἀμετάβλητος θὰ παραμείνῃ εἰς τὸν αἰῶνα καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Σοφοὶ τόσοι, φιλόσοφοι τόσοι, μεγαλοφυίαι ἦλθον καὶ παρῆλθον, ἔθηκαν νόμους, πάντας πάντοτε δεομένους ἀναμορφώσεως, ἀνακαινίσεως, μεταβολῆς. Μόνον ὁ Θεῖος ἐκεῖνος νομοθέτης ὅ,τι ἔθηκε, τοῦτο καὶ παραμένει ἀμετασάλευτον εἰς τὸ διηνεκές. Καὶ διατί; Διότι εἶνε φῶς καὶ ἀλήθεια.

Τὸ θετικῶς ἀντιπεπονθὸς, ἐφ’ οὗ ἐστηρίζετο ὁ Μωσαϊκὸς νόμος, τὸ ἀρνητικῶς ἀντιπεποιθὸς, ἐφ’ οὗ ἐστηρίζοντο αἱ ἀρχαῖαι φιλοσοφικαὶ δοξασίαι, διεγράφησαν πλέον ὁριστικῶς ἐκ τοῦ κώδικος τοῦ ἠθικοῦ νόμου μετὰ τὴν διδασκαλίαν τοῦ Θεανθρώπου.

Ὁ ἀρχαῖος νόμος, ὁ τιμωρῶν τὸ κακὸν διὰ τοῦ κακοῦ ὅπως ἀποτρέπῃ τὴν διάπραξιν αὐτοῦ· ὁ ἀρχαῖος νόμος ὁ ἀποτρέπων τὸ κακὸν ἐκ τοῦ λόγου ὅτι τὸ κακὸν δὲν ἐπιτρέπει τις καὶ καθ’ ἑαυτοῦ· οἱ νόμοι οὗτοι, πεπαλαιωμένοι ἤδη καὶ εὐρωτιῶντες, ἐσίγησαν πλέον.

Σήμερον τὸ κακὸν τιμωρεῖται καθ’ ὃ κακόν. Σήμερον τὸ ἀγαθὸν ἐπιβάλλεται ἐκ τοῦ λόγου ὅτι καὶ πᾶς τις ἐπιθυμεῖ καλὸν δι’ ἑαυτόν.

Καὶ ἰδοὺ ἡ μεγάλη διαφορὰ τοῦ ἑνὸς συστήματος ἀπὸ τοῦ ἄλλου· ἰδοὺ ἡ ἰλιγγιώδης ἀπόστασις τοῦ παλαιοῦ κόσμου ἀπὸ τὸν νεώτερον κόσμον.

Ἐὰν ὁ Σαβαὼθ ἔπλασε τὸν κόσμον, ὁ Ἰησοῦς ἀνέπλασεν αὐτόν.

Ὁ Καῖσαρ, ὁ μέγας Ἀλέξανδρος, ὁ μέγας Ναπολέων ὑπῆρξαν κατακτηταί, ὁ Κομφούκιος δὲ καὶ ὁ Μωάμεθ καὶ νομοθέται. Κατακτητὴς ὑπῆρξε καὶ νομοθέτης καὶ ὁ υἱὸς τῆς Μαρίας: Ἀλλ’ οἴα διαφορὰ μεταξὺ αὐτῶν! Τὰ ἔργα πάντα πάντων τῶν ἄλλων ἐσαρώθησαν μετ’ αὐτοὺς ἐκλιπόντας· καὶ ἂν τί δὲ παραμένῃ τούτων, παραμένει καὶ ἄνευ χυμοῦ ζωῆς, διότι τὸ παχυλὸν σκότος, εἰς ὃ ἡ σκοτεινὴ θεσμοθεσία αὔτη κατεδίκασε τοὺς ἐνδιατρίβοντας ἐν αὐτῇ, εἶνε ἀνεπιτήδειον εἰς τὸ νὰ διέλθῃ δι’ αὐτοῦ καὶ ἀκτὶς φωτεινὴ πολιτισμοῦ. Τὸ ἔργον ὅμως τοῦ Ἰησοῦ παραμένει ἀθάνατον, διότι δὲν ὑπῆρξεν ὁ Ἰησοῦς ἁπλοὺς κατακτητὴς σωμάτων, ὑπῆρξε κατακτητὴς ψυχῶν.

Ὁ Μωάμεθ, θεμελιώσας καὶ ἴδιον αὐτοῦ θρήσκευμα, δὲν ἀπέβλεψε πρὸς αὐτὸ ὡς πρὸς σκοπόν, ἀπέβλεψε πρὸς αὐτὸ ὡς πρὸς μέσον. Δὲν ἠθέλησε νὰ κατακτήσῃ τοὺς ἀνθρώπους ὅπως ἐπιβάλῃ τὴν θρησκείαν αὐτοῦ, ἀλλ’ ἠθέλησε νὰ ἐπιβάλῃ τὴν θρησκείαν αὐτοῦ ὅπως κατακτήσῃ τοὺς ἀνθρώπους, προβαλὼν ἑαυτὸν μὴ μόνον Καλίφην ἀλλὰ καὶ ἄρχοντα λαῶν. Περιβαλῶν οὕτω δι’ ὅλως ἁπαλῶν καὶ εὐχαρίστων διατάξεων τὴν ἡδονικὴν αὐτοῦ θρησκείαν, ἀνεπετάννυε δύο ἀλληλοδιαδόχως ὄπλα πρὸς ἐπιδίωξιν τοῦ σκοποῦ αὐτοῦ, τὴν σαγήνην καὶ τὴν ρομφαίαν.

Ὁ Ἰησοῦς ὅμως, ἀποβλέπων εἰς τὰς ψυχὰς καὶ ἐλθὼν ὅπως αὑτάς κατακτήσῃ, οὐδ’ ἐνόησε, οὐδ’ ἠθέλησε νὰ φενακίσῃ αὑτάς. Δὲν ἐπηγγέλθη τὰ τερπνὰ καὶ τὰ ἠδέα, ἀλλ’ ἐπέδειξε τοὐναντίον μακρόθεν εἰς αὑτάς τὴν δύσβατον καὶ ἀνάντη ὁδὸν τοῦ καθήκοντος καὶ τῆς ἀρετῆς, καὶ ἐν τῷ κηρύγματι τῆς ἀγάπης, ἀγάπης πρὸς ἐχθροὺς μᾶλλον ἢ πρὸς φίλους, ἀγάπης ἀδιακρίτως πρὸς τὴν ἀνθρωπότητα, ἐσάλπιζε τὸν συνεκτικὸν καὶ ἄρρηκτον δεσμὸν τῆς ἀνθρωπότητος πάσης, δημιουργήσας οὕτω τὴν ἰδανικὴν Αὑτοῦ θρησκείαν.

Ὁ ἠρέμα καὶ φυσικῶς παρακολουθῶν τὴν ἐξέλιξιν τῶν γεγονότων τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ, τὰ τῆς μεγάλης ἐποποιΐας τῆς Γαλιλαίας, εἶνε ἀδύνατον νὰ μὴ ὁμοφωνῇ μετ’ ἐκείνων, οἵτινες θαυμασταὶ παρηκολούθουν ἐν ἀσφυκτικῷ συνωστισμῷ τὸν Ἰησοῦν, διερχόμενον τὰς κώμας τῆς Γαλιλαίας, εἰσερχόμενον εἰς τοὺς οἴκους πιστῶν καὶ ἀπίστων κατὰ τὴν ἐκδοχὴν τῆς ἐποχῆς ἄνευ φόβου μολύνσεως, νουθετοῦντα, παραινοῦντα, ἐλέγχοντα, ἰῶντα, διδάσκοντα ἐν ταῖς συναγωγαῖς, παραδειγματίζοντα Ἑαυτόν. Καὶ ἐν τούτῳ κυρίως ἔγκειται ἡ ἐπιτυχία τῆς διδασκαλίας Αὑτοῦ, διότι Ἑαυτὸν καθ’ ὅλον τὸν βίον παρεῖχεν ὑπόδειγμα τῆς διδασκαλίας Αὑτοῦ. Οὐδὲν φυσικώτερον τοῦ νὰ κρίνῃ τις ὅτι, ἐὰν εὐτύχει νὰ ἔζη τὴν ἐποχὴν τῆς ἐξαιρέτου ἐκείνης περιόδου τῆς ἀνθρωπότητος, τὴν ἐποχὴν τὴν ἠγιασμένην, καθ’ ἢν ἀτάραχος ἐβάδιζεν ἐπὶ τῆς θαλάσσης, καθ’ ἢν ἀνυπόδητος διέσχιζε τὰς ἐρήμους ὁ Ἰησοῦς, καθ’ ἢν ἀκάματος ἀνήρχετο ἐπὶ τῶν προσφιλῶν Αὑτῷ τόπων τῶν ὀρέων, καθ’ ἢν πάντοτε κατὰ μόνας προσυήχετο εἰς τὸν Οὐράνιον Αὑτοῦ Πατέρα, θὰ ἐξήρχετο καὶ αὐτός, ἐὰν παρεπεδήμει ἐν Βηθανίᾳ, μετὰ βαΐων καὶ κλάδων εἰς προϋπάντησιν Αὑτοῦ εἰς τὴν πατρίδα Του, κράζων μετὰ τοῦ πλήθους καὶ αὐτὸς «Ὠσαννά».

Έργο Σπ. Βασιλείου.

Έργο Σπ. Βασιλείου.

Παριστάνει τὶς ἐν τῇ φαντασίᾳ αὑτοῦ ὅτι οὐδεὶς ἠπίστησεν εἰς τὸν Ἰησοῦν. Διότι δὲν δύνανται νὰ καταλεχθῶσιν ὡς ἄπιστοι πρὸς Ἐκεῖνον οἱ ἐκ συμφέροντος μόνον μὴ θελήσαντες νὰ φανῶσι πιστοὶ πρὸς Αὑτόν. Ὅτε τὸν ἐθεοποίει πρὸ ἑξαημέρου εἰς τὴν Βηθανίαν ὁ λαὸς ἔπραττε τοῦτο ἐξ ἀγνοίας αἰσθημάτων, ἐξ ἐνδομύχου πεποιθήσεως. Ὅτε μετὰ ἑξαήμερον δὲν ἐδέχετο νὰ ἀνταλλάξῃ τὸν Βαραβᾶν ἀντ’ Αὑτοῦ, ἔπραττε τοῦτο ὁ λαὸς ἐκ συμφέροντος ὑποταγῆς εἰς τὰ κελεύσματα τῶν κοσμικῶν καὶ τῶν θρησκευτικῶν ἀρχόντων τῆς ἐποχῆς καὶ ἔπραττε τοῦτο ἐξ ἀγνοίας πρὸς τὰ φοβερὰ ἐπακόλουθα μιᾶς τοιαύτης φρενιτιώδους καὶ ἀλογίστου ἐκ φανατισμοῦ πράξεως αὐτοῦ.

Δὲν ἤσαν λοιπὸν ἐκ συνειδότος ἄπιστοι οἱ ἐξ ἀνεξαρτήτων της ἐνδομύχου πεποιθήσεως αὐτῶν λόγων μὴ θελήσαντες νὰ θεωρηθῶσι πιστοί. Ἄπιστοι, διότι ἠπίστουν εἰς τὸ ὅλον θεῖον ἔργον Αὑτοῦ, δυσχερέστατον νὰ εὑρεθῇ ἔστω καὶ εἰς. Μαρτυρεῖ περὶ τοῦτο τὸ γεγονὸς, ὅτι καὶ μεταξὺ τῶν ἐκ συμφέροντος, κακῶς ἄλλως ἐννοουμένου, ἀπιστούντων Αὑτῷ, τῶν ἐκ συμφέροντος διωκτῶν Αὑτοῦ, κατέλεξεν ὑπὲρ Ἑαυτοῦ τοὺς θορυβηθέντας ὡς τὸν Πιλάτον, τοὺς πιστεύσαντας ὡς τὸν Κεντυρίωνα. Ἀλλὰ μὴ ὁ Ἡρώδης πρῶτος δὲν ἐπιστευεν εἰς τὴν προέλευσιν Αὑτοῦ; Διατὶ τότε ἡ ἐκ βρέφους ἔτι ἀπηνὴς καὶ λυσσώδης Αὑτοῦ καταδίωξις;

Ὁ Ἰησοῦς δὲν κατέλιπε μόνον τὴν διδασκαλίαν Αὑτοῦ ὡς νέαν κιβωτὸν εἰς τὴν ἀνθρωπότητα, κατέλιπε καὶ τὸ παράδειγμα Αὑτοῦ εἰς αὐτήν. Τὸ παράδειγμα Αὑτοῦ, ὅστις, δοκιμασθεὶς παρ’ ἀξίαν ἐν τῷ βίῳ παρὰ πάντας ἀνθρώπους, ἐξῆλθεν ἐπὶ τέλους νικητὴς ἐξ αὐτοῦ. Ἐνίκησε τὸν κόσμον, διότι ὑπηρέτησε τῇ ἀληθείᾳ.

Βλέπει ἐνώπιόν της ἔκτοτε ἡ ἀνθρωπότης τὴν ὁδὸν τὴν ἀληθινήν. Ὁ μὴ θέλων λοιπὸν νὰ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ δὲν ἔχει ἢ νὰ ἀκολουθήσῃ τὸ φῶς. Οὐδεὶς ἀγὼν εὐχερὴς ἐν τῷ βίῳ. Ἀλλ’ ἂς διδαχθῇ ἡ ἀνθρωπότης σύμπασα ἐκ τοῦ θείου αὐτοῦ παραδείγματος τοῦ ἐκ νεκρῶν ἀναστάντος Χριστοῦ ὅτι, ἐμμένουσα ἀπαρασαλεύτως εἰς τὸ καθῆκον, ὅτι ἐγκαρτεροῦσα μετ’ ἀφοσιώσεως εἰς αὐτό, ὅτι πιστεύουσα ἀκλονήτως εἰς αὐτό, θὰ κατισχύσῃ ἐν τῷ ἀγῶνι τοῦ βίου τελειωτικῶς μίαν ἡμέραν. Ἡ ἀλήθεια κλονίζεται ἐνίοτε, ἀλλ’ οὐδέποτε πίπτει, ἡ ἰδέα δὲ, ὅσον καὶ ἂν διαστρεβλοῦται ἔστιν ὄτε, θριαμβεύει ὅμως ἐπὶ τέλους, διότι καὶ νεκρουμένη ἔτι, ὡς ὁ Χριστός, ἀνίσταται καὶ αὐτὴ ἐκ νεκρῶν ὡς Ἐκεῖνος.

Ἡ ἀνάστασις τοῦ Σωτῆρος εἶνε ὁ τελικὸς θρίαμβος Αὑτοῦ. Ἀλλ’ ὁ θρίαμβος τοῦ Ἰησοῦ εἶνε θρίαμβος τῆς ἀνθρωπότητος.

*Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «ΕΣΤΙΑ» πριν από 100 χρόνια (Μεγάλο Σάββατο, 5 Απριλίου 1914, σελ. 1)

ΠΗΓΕΣ – ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
Είναι γνωστό πως το μεγαλύτερο μέρος των δημοσιεύσεων στην εφημερίδα μας αλλά και στον ιστότοπο www.mikros-romios.gr στηρίζεται σε αδημοσίευτες πηγές και είναι προϊόν πρωτογενούς έρευνας.
Επειδή δεν είναι δυνατόν να παρατίθενται παραπομπές, λόγω του δημοσιογραφικού χαρακτήρα των δημοσιεύσεων, οι ερευνητές που επιθυμούν να εντρυφήσουν περισσότερο στα δημοσιευόμενα θέματα μπορούν να επικοινωνούν με το Τμήμα Αρχειακών Μελετών του «Μουσείου της Πόλεως των Αθηνών - Ιδρύματος Βούρου-Ευταξία» (Tηλ: 210-3426833 και 210-3231397) ή ηλεκτρονικά (info@mikros-romios.gr), ώστε να ενημερώνονται για παραπομπές ή να συλλέγουν συμπληρωματικές πληροφορίες.