ΟΛΥΜΠΙΑΚΕΣ ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ. Α΄ Ζάππεια Ολυμπιάδα
Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Η πρώτη Ζάππεια Ολυμπιάδα προγραμματίσθηκε, με το Bασιλικό Διάταγμα της 19ης Αυγούστου του 1858, να διεξαχθεί στον χώρο του αρχαίου Παναθηναϊκού Σταδίου, όπου όμως δεν υπήρχε καμία αγωνιστική υποδομή, μια και η τοποθεσία ήταν πρανής και δεν είχαν γίνει οι απαραίτητες αρχαιολογικές ανασκαφές. Επομένως, η ιδέα για χρησιμοποίηση του χώρου του Σταδίου στη συνέχεια εγκαταλείφθηκε.
Από την Κυριακή 15 μέχρι την Κυριακή 29 Νοεμβρίου του 1859 έλαβαν χώρα οι πρώτοι Ζάππειοι Ολυμπιακοί Αγώνες. Ο χώρος διεξαγωγής τους ήταν η πλατεία Λουδοβίκου (σημερινή πλατεία Κοτζιά ή Δημαρχείου). Παρευρέθησαν οι βασιλείς (ο Όθωνας και η Αμαλία, και ο δούκας του Όλντεμπουργκ, πατέρας της Αμαλίας), οι πολιτικοί, οι στρατιωτικοί και γενικά οι Αρχές και πλήθος κόσμου. Παρόλο που ο καιρός ήταν χειμωνιάτικος, οι Αγώνες τελέσθηκαν κανονικά. Στο υπαίθριο και προσωρινά κατασκευασμένο στάδιο, διεξήχθησαν τα αγωνίσματα του δρόμου, του δίσκου, του άλματος, του ακοντίου, του ασκωλιασμού και της αναρρίχησης σε ιστό. Τους αγώνες διηύθυνε ειδική επιτροπή (Ελλανοδίκαι), αποτελούμενη από τους Ραγκαβή, Σπηλιωτάκη, Μπουλανζέ, Λέντερερ και από τον γυμναστή Γεώργιο Παγών.
Έγιναν επίσης ιπποδρομίες και αρματοδρομίες. Αυτές έλαβαν χώρα μια εβδομάδα πριν από τη διεξαγωγή των υπολοίπων αγωνισμάτων. Η οργανωτική επιτροπή των αγωνισμάτων αυτών απαρτιζόταν από στρατιωτικούς. Μάλλον, λοιπόν, για αυτόν τον λόγο τα συγκεκριμένα αγωνίσματα διακρίθηκαν από τα υπόλοιπα για την οργάνωσή τους και για την τάξη που επικράτησε κατά τη διάρκειά τους. Οι διαγωνιζόμενοι διαιρέθηκαν σε δύο κατηγορίες: σε όσους, αξιωματικούς ή πολίτες, είχαν ίππους για ιδιωτική χρήση ή για τη διασκέδασή τους, και σε όσους ήταν επαγγελματίες, δηλαδή είτε ήταν αμαξηλάτες είτε εμπορεύονταν ίππους. Ο νικητής στην πρώτη κατηγορία έλαβε ως έπαθλο ένα ζευγάρι πιστόλια, ενώ ο νικητής στη δεύτερη πήρε 300 δραχμές σε μετρητά.
Ο επίπεδος χώρος της πλατείας, η έλλειψη θέσεων των θεατών και η άτακτη συνάθροιση είχαν ως αποτέλεσμα να επικρατήσει αταξία και να γίνει αναγκαία η επέμβαση του ιππικού. Μεγάλο ενθουσιασμό στους παρευρισκομένους προκάλεσε το αγώνισμα του ασκωλιασμού: «…το πήδημα επί του ασκού και η άνοδος επί του ασκού. Κατά το πρώτον ο πηδών έπρεπε να σταθή όρθιος επί του ασκού και τότε ήθελε θεωρηθή νικητής και λάβη βραβείον αυτόν τον ασκόν πλήρη οίνου» (εφημ. Τηλέγραφος του Βοσπόρου και Βυζαντίς, Κων/πολη, Νοέμβριος 1859). Ο ιστός του αγωνίσματος της αναρρίχησης ήταν γύρω στα δέκα γαλλικά μέτρα ψηλός και είχε στην κορυφή του ένα ρολόι, ενώ πιο κάτω φιάλες κρασιού, μεταξωτά μαντίλια, ασημένια κηροπήγια κ.ά. Ο διαγωνιζόμενος θα έπρεπε να αρπάξει μόνος του το έπαθλό του. Το πλήθος από κάτω «κάγχαζε» λόγω της αδυναμίας των περισσοτέρων διαγωνιζομένων να ανέλθουν τη λεία επιφάνεια του ιστού. Στον «στοχαστικό ακοντισμό» ο πρωτεύσας δεν κατάφερε να πετύχει με ακρίβεια τον στόχο, ο οποίος ήταν ένα κεφάλι βοδιού, αλλά κατάφερε να χτυπήσει μόνο τα κέρατα.
Οι συμμετέχοντες στα πρώτα Ζάππεια Ολύμπια προέρχονταν κυρίως από τις κατώτερες τάξεις του νεοελληνικού πληθυσμού. Ακόμα και μάγκες και επαίτες έλαβαν μέρος. Στους νικητές συγκαταλέγονται Έλληνες από τις πόλεις της υπαίθρου αλλά και από αλύτρωτες περιοχές. Εν γένει, οι αγώνες αξιολογήθηκαν αρνητικά, κυρίως από τον τύπο της εποχής. Εκφράστηκε η ευχή οι επόμενοι, μετά από τέσσερα χρόνια, να είναι πιο ανθρώπινοι και πιο αξιοπρεπείς και να μην επαναληφθούν ως «καρικατούρες». Ευθύνες για την αποτυχία αυτή επωμιζόταν η διοργανώτρια επιτροπή των Ολυμπίων, η οποία απαρτιζόταν από άτομα που αγνοούσαν τις διεθνείς εξελίξεις περί γυμναστικής.
Ως σημαντικότερη συνέπεια της αποτυχίας των πρώτων Ζάππειων Ολυμπιακών Αγώνων πρέπει να θεωρηθεί η δημιουργία στην κοινή γνώμη αρνητικών εντυπώσεων για τη γυμναστική και την άθληση γενικότερα. Οι Αγώνες αυτοί απετέλεσαν μια χαμένη ευκαιρία να τονιστούν ακριβώς τα θετικά στοιχεία του αθλητισμού και το πόσο σοβαρά θα μπορούσε αυτός να συμβάλει στη δημιουργία ισορροπημένων πολιτών. Η άσκηση του σώματος θα εξακολουθήσει να αγνοείται προκλητικά από τους υπεύθυνους κρατικούς λειτουργούς, ενώ οι νεοέλληνες, για το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα, δεν θα εκδηλώσουν κανένα φίλαθλο ενδιαφέρον, ούτε θα εμπεδώσουν την ιδέα της Ολυμπιακής αναβίωσης.