Η μάνα Πίνδος και οι μουστακαλήδες του Δαβάκη
Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς.
Τις πρώτες πρωινές ώρες της 28ης Οκτωβρίου 1940 ψηλά στην Πίνδο βασίλευαν η βροχή, η ομίχλη και η παγωνιά. Αλλά δεν αρκούσαν για να εμποδίσουν τους Έλληνες ακρίτες που έμεναν άγρυπνοι. Το απόσπασμα της Πίνδου, το οποίο είχε συγκροτηθεί λίγους μήνες νωρίτερα, είχε την ευθύνη κάλυψης του ευαίσθητου εκείνου τομέα με ανάπτυγμα –σε ευθεία γραμμή– 35 χιλιομέτρων. Ψηλά στο Επταχώρι, έδρα του αποσπάσματος, ο διοικητής του Αντισυνταγματάρχης Κωνσταντίνος Δαβάκης, ανήσυχος και νευρώδης περίμενε εντολές. Για να τιμωρήσει τον αυθάδη αρχιστράτηγο του Ιταλού στρατού εισβολής κατά της Ελλάδος Βισκόντι Πράσκα.
Επαρμένος και φιλόδοξος ήταν εκείνος που έπεισε τον Μουσολίνι πως η ελληνική αντίσταση θα συντριβόταν σαν καρυδότσουφλο. «Τους διαλύω όποτε θελήσετε. Τα Ιωάννινα πρώτα, η Λάρισα και η Πρέβεζα έπειτα και κατόπιν εξόρμησις κατά τας Αθήνας», έλεγε ο Πράσκα γεμάτος άμετρη αισιοδοξία. Δεν είχε όμως υπολογίσει καλά τους πέτρινους γίγαντες και τους φύλακές τους. Στον Κόζακα, τον Κουμουρούντζο, το Καραούλι, το Κάμενικ, τον Κουκουρτζή και στον τρομερό Σμόλικα παραφυλούσε ο αεικίνητος Δαβάκης με το περιποιημένο μουστάκι. Σώμα μουστακαλήδων είχε κάνει και το απόσπασμά του, αφού σχεδόν όλοι οι άνδρες είχαν υποχρεωθεί να τον μιμηθούν.
Εκεί λοιπόν, σαν σήμερα πριν 71 χρόνια, οι Έλληνες και ανάμεσά τους ο Δαβάκης έγραψαν τη σύγχρονη εποποιία τους. Κάνοντας τον Τζών Φρήμαν να γράψει πως ο Αντισυνταγματάρχης ήταν ο θεωρητικός προφήτης του μηχανοκίνητου πολέμου. Ο τροβαδούρος των τανκς πάνω στις άγριες βουνοκορφές, όπου μόνον άνθρωποι και μουλάρια μπορούσαν να ανεβαίνουν στις γιδόστρατες. Είχε αφομοιώσει τον πρωτόγονο πόλεμο που έπρεπε να διεξαγάγει. Και κάθε τόσο τηλεφωνούσε στους ήρωές του στα ακραία φυλάκια. Στο 25 της Κιάφας, μια αετοφωλιά στα 2398 μέτρα, στο 24 του Κουκουλιού, στο 23 της Μπάτρας και από εκεί σε ολόκληρη την υφήλιο!